Συνεχίζεται στην Τουρκία η πλούσια αρθρογραφία σχετικά με όσα είπε ο Τούρκος πρωθυπουργός, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, για την εκδίωξη των εθνικών μειονοτήτων από την Τουρκία. Οι αρθρογράφοι θέτουν θέμα λήψης μέτρων όπως η αποκατάσταση της περιουσίας των μειονοτικών ευαγών ιδρυμάτων, η επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής στη Χάλκη και σε μία περίπτωση φτάνουν στο σημείο να ζητήσουν, «οι μετακινήσεις του Οικουμενικού Πατριάρχη να γίνονται με αεροσκάφος των Τουρκικών Αερογραμμών που θα φέρει δικέφαλο αετό».
Ο Τζενγκίζ Τσαντάρ, αρθρογράφος της «Ραντικάλ» επικρίνει την αρνητική αντίδραση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, μέσω του αντιπροέδρου του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος Ονούρ Οϊμέν. Ο τελευταίος, αναφερόμενος στις δηλώσεις Ερντογάν είχε πει «δεν κατάλαβα τι είπε ο πρωθυπουργός. Δεν ξέρω κανέναν που να έχει εκδιωχθεί λόγω της εθνικής ταυτότητάς του. Μπορεί να έχουν γίνει λάθη στο παρελθόν, αλλά είναι λάθος να κατηγορείται για φασισμό το τουρκικό κράτος».
Ο Τσαντάρ λέει ότι «ουδείς διατυπώνει την κατηγορία περί φασισμού για το παρελθόν της Τουρκίας. Απλώς υπογραμμίζεται ότι αυτά που έγιναν, ήταν προϊόν φασιστοειδούς αντίληψης» και υπογραμμίζει: «Τι ήταν τα επεισόδια του 1955; Ο φόρος περιουσίας του 1942; Ο εκτοπισμός στη Θράκη; (Ο αρθρογράφος αναφέρεται στα επεισόδια που είχαν ξεσπάσει το 1934 σε βάρος των Εβραίων της περιοχής, οι οποίοι υπέστησαν κατά χιλιάδες αναγκαστικό εκτοπισμό) Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η αναγκαιότητα της ανταλλαγής των πληθυσμών; Πώς θα έπρεπε να αναφερθούμε στα γεγονότα του 1915; Είναι ξεκάθαρο τι λέει ο πρωθυπουργός. Αν δεν το καταλαβαίνουμε ή δεν μπορούμε να το καταλάβουμε, αυτό μπορεί να ερμηνευθεί μόνο με το αν διακατεχόμαστε ή όχι, από φασιστοειδή αντίληψη».
Ο Τζαν Ντουντάρ της «Μιλιέτ» σημειώνει ότι ο Ερντογάν μπορεί να αναπτύσσει φιλολογία, αλλά «δεν τηρεί τους λόγους του» και σημειώνει: «Η υπόθεση των μειονοτήτων δεν ανήκει στο παρελθόν. Εάν ακούσουμε τα λόγια του Χραντ Ντινκ και αφήνοντας κατά μέρος το παρελθόν, δούμε το σήμερα, θα δούμε ότι η κατάσταση αυτών που δεν έχουν εκδιωχθεί είναι χειρότερη από αυτήν των εκδιωγμένων. Εξακολουθεί να υφίσταται το πρόβλημα των δικαιωμάτων του πολίτη. Οι περιουσίες των εκδιωγμένων που έχουν κατασχεθεί, το θέμα των βακουφικών περιουσίων, η επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής... Όλα εξαρτώνται από αποφάσεις της κυβέρνησης. Τι πρέπει να περιμένει κανείς από έναν πρωθυπουργό που χαρακτηρίζει τις μεθοδεύσεις του παρελθόντος, αποτέλεσμα φασιστοειδούς αντίληψης; Να αλλάξει την αντίληψη αυτή και να λύσει τα προβλήματα. Δυστυχώς όμως. Κάνει αυτοκριτική, αλλά δεν συνεχίζει».
Ο Ντουντάρ υπογραμμίζει επίσης ότι «μπορεί να έγιναν αυτά που έγιναν στο παρελθόν, αλλά είναι δύσκολο να απαντηθούν σήμερα ερωτήματα όπως για ποιο λόγο οι μη μουσουλμάνοι πολίτες μας παρότι υπηρετούν τη στρατιωτική θητεία, δεν μπορούν να πάρουν βαθμό αξιωματικού, δεν μπορούν να εκπροσωπηθούν στη βουλή και δεν μπορούν να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι».
Ο Ιχσάν Νταγί της φιλοκυβερνητικής «Ζαμάν» γράφει σήμερα ότι «καθώς κάναμε ένα μέρος αυτών που κάναμε, δεν είχε καν ανακαλυφθεί η έννοια του φασισμού, αλλά είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που είχε ανακαλυφθεί ο εθνικισμός. Έπληττε τον κόσμο η αντίληψη περί εθνικισμού και έθνους- κράτους που στηριζόταν στη θεωρία της μίας και μοναδικής εθνότητας και εκκαθάριζε ή αφομοίωνε τους διαφορετικούς. Η εμπειρία αυτή έγινε πραγματικότητα και στα εδάφη αυτά, με τον πιο αιματηρό τρόπο. Οι αρχιτέκτονες του σχεδίου ήταν τα στελέχη του Κομιτάτου Ένωσης και Προόδου. Αργότερα υπήρξαν και οι κληρονόμοι τους».
Ο αρθρογράφος καταλήγει σημειώνοντας: «Το 1914 ο πληθυσμός των Ελλήνων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν 1,8 εκατομμύρια. Οι Αρμένιοι ήταν 1,2 εκατομμύρια. Στα σημερινά μας εδάφη, ο αριθμός τους δεν ξεπερνά τις 50.000. Σε καμία περίοδο της Ιστορίας, τα εδάφη αυτά δεν ήταν σε τέτοιο βαθμό πατρίδα μιας ομοιογενούς κοινωνίας που απαρτίζεται από ανθρώπους τόσο ίδιους από εθνοτική και θρησκευτική άποψη. Σήμερα πλέον έχουμε ξεχάσει να συμβιώνουμε με ξένους. Και για το λόγο αυτό δεν μπορούμε να υποφέρουμε ούτε τις δικές μας διαφορετικότητες. Εξακολουθούμε να αντιλαμβανόμαστε ως εχθρούς τους διαφορετικούς. Έφυγαν και οι διαφορετικοί και απομείναμε μόνοι, ο ένας εχθρός του άλλου. Διότι αφότου διώξαμε αυτούς που διώξαμε, ξεχάσαμε να συμβιώνουμε με τους διαφορετικούς».
Ο Γιαγμούρ Ατσίζ, αρθογράφος της φιλοκυβερνητικής «Σταρ», υπογραμμίζει την ανάγκη, να προβεί η κυβέρνηση σε βήματα σχετικά με τις μειονότητες και υπογραμμίζει ότι «το πρώτο βήμα πρέπει να είναι η επιστροφή των βακουφίων που άρπαξε το τουρκικό κράτος από τους πολίτες μας ελληνικής, αρμενικής και συρορθόδοξης καταγωγής, με τρόπο ληστρικό και να τους αποζημιώσει για τη ζημιά που υπέστησαν όλα αυτά τα χρόνια της ληστείας. Δεν γίνεσαι μεγάλο κράτος με το να κορδώνεσαι. Αυτό ονομάζεται γαλόπουλο και όχι κράτος. Ο πρώτος όρος για το μεγάλο κράτος είναι να συμπεριφέρεσαι σαν μεγάλο κράτος. Το δεύτερο βήμα είναι να δοθεί άδεια για την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής στη Χάλκη. Η Σχολή αυτή εξυπηρετούσε τις ανάγκες των Ορθοδόξων όχι μόνο της Τουρκίας αλλά και των 300 εκατομμυρίων Ορθοδόξων του κόσμου. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Πατριάρχης Φαναρίου είναι Οικουμενικός Πατριάρχης».
Ο αρθρογράφος αναφέρει τέλος: «Θεωρώ ντροπή για την Τουρκία, ο Πατριάρχης να ταξιδεύει στο εξωτερικό με ελληνικό αεροσκάφος. Πρέπει να ταξιδεύει με ένα αεροσκάφος των Τουρκικών Αερογραμμών που θα φέρει το Βυζαντινό έμβλημα με το δικέφαλο αετό. Ο κληρονόμος του Βυζαντίου ήταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία και η κληρονόμος αυτής, είναι η Τουρκία».
Ο Οκτάι Εκσί, κύριος αρθρογράφος της «Χουριέτ» σημειώνει ότι δεν μπόρεσε να καταλάβει τι ακριβώς εννοούσε ο Τούρκος πρωθυπουργός, τονίζοντας ότι «θα καταλάβαινα αν έλεγε ότι οι μειονότητες και οι άνθρωποι με διαφορετική εθνοτική ταυτότητα στην Τουρκία, έχουν υποστεί συγκεκριμένες πιέσεις. Εάν όσοι έχουν διαφορετική από την πλειοψηφία εθνική καταγωγή, αντιμετωπίζουν διακρίσεις και δεν μπορούν να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι, αξιωματικοί και αστυνομικοί - και κατά τη γνώμη μου υπάρχουν οι διακρίσεις αυτές - τότε θα επικροτούσαμε τον πρωθυπουργό και θα λέγαμε, σωστά είναι αυτά που λέει και σε αυτόν αναλογεί το καθήκον να λύσει το πρόβλημα. Θα ζητούσα επίσης από τον ίδιο, να λύσει με τρόπο που αρμόζει σε κράτος δικαίου το πρόβλημα της ακίνητης περιουσίας που υποστηρίζεται ότι ανήκει στις μειονότητες».
Ο αρθρογράφος αντιτίθεται και λέει ότι «δεν λέει αυτά ο πρωθυπουργός. Λέει ότι εκδιώχθηκαν όσοι ήταν διαφορετικής εθνικής καταγωγής. Εάν εννοεί τη συμφωνία περί ανταλλαγής πληθυσμών που υπέγραψαν ο Ισμέτ Πασά και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, τότε δύσκολα θα βρει κάποιον που δεν θα γελάσει ακούγοντας την άποψη αυτή».
Ο αρχηγός του ακροδεξιού κόμματος ζητεί από τον Ερντογάν να ανασκευάσει
Να ζητήσει συγγνώμη από το τουρκικό έθνος ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ζητεί ο αρχηγός του ακροδεξιού Κόμματος Εθνικιστικής Κίνησης, Ντεβλέτ Μπαχτσελί, αναφερόμενος στη δήλωση του Τούρκου πρωθυπουργού περί «εκδίωξης, από την Τουρκία, όσων είχαν διαφορετική εθνική ταυτότητα στο παρελθόν», γεγονός, το οποίο - σύμφωνα με τον ίδιο τον Ερντογάν - ήταν «αποτέλεσμα φασιστοειδούς αντίληψης».
Μιλώντας σήμερα στην κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματός του, ο Μπαχτσελί είπε ότι «η ανάρμοστη αυτή συμπεριφορά, που χειροκροτήθηκε από τον ελληνικό Τύπο, ως ιστορική αυτοκριτική και ομολογία, είναι βέβαιο ότι θα εκτιμηθεί και στην Αρμενία. Ο πρωθυπουργός επιχειρεί να καταδικάσει το τουρκικό έθνος και την ένδοξη ιστορία του με μία βαριά συκοφαντία και κατηγορία περί φασισμού και για το λόγο αυτό πρέπει να ζητήσει συγγνώμη από το τουρκικό έθνος, λέγοντας ότι πρόκειται για κάτι που είπε άθελά του και κατά λάθος. Εάν δεν το κάνει, πρέπει να ξεκαθαρίσει σε ποια περίοδο της ιστορίας μας και σε ποιες εθνικές ταυτότητες αναφέρεται, αν εννοεί τους Έλληνες που εγκατέλειψαν την Τουρκία στο πλαίσιο της ανταλλαγής πληθυσμών και της σχετικής συμφωνίας του 1923 και τέλος, αν επεκτείνεται και υιοθετεί τα ψεύδη των Αρμενίων για τα γεγονότα του 1915».
Ο Μπαχτσελί σημείωσε ότι «εάν δεν τα κάνει αυτά, αν σιωπήσει ή αλλάξει τα λόγια του, το τουρκικό έθνος θα τον καταδικάσει για πάντα ενώπιον της εθνικής συνείδησης, ως πρωθυπουργό, που υιοθετεί το σύνολο των ψευδών και των ισχυρισμών των Αρμενίων και των Ελλήνων».
www.kathimerini.gr με πληροφορίες από ΑΠΕ - ΜΠΕ
No comments:
Post a Comment