Sunday, September 20, 2009

ΔΥΟ ΚΟΣΜΟΙ ,ΔΥΟ ΠΑΤΡΙΔΕΣ.

Δύο κόσμοι, δύο Πατρίδες, σκλάβο το μετανάστη,

μέσ’ στα δεσμά του τον κρατούν, βαρυές οι αλυσσίδες.

Λογιάζεται και νοσταλγεί το μαγικό χωριό του,

το σπίτι του, το πατρικό, πούταν τ’ αρχοντικό του.

Ο νόστος Tον εκούρασε, η ξενητειά τον δέρνει,

την μάννα του λογιάζεται κι’ όλο εμπρός του φέρνει.

Ανηφοριά ο κατήφορος, μόχθος είν’ η ζωή του

και το ψωμί κατάπρικρο το νοιώθει στην ψυχή του.

Και παίρνει την απόφασι πίσω για να γυρίση,

στην μακρυνή Πατρίδα του, ζωή να ξαναρχίση.

Νοσταλγικά μπαρκάρισε, σαλπάρει το καράβι

και ταξιδεύει ολόχαρος, κι’ αράζει στο λιμάνι.

Της όμορφης Πατρίδος του, που χρόνια λαχταρούσε

την πονεμένη μάννα του, με πόνο να φιλούσε.

Και κάποτε στο Πατρικό στο σπίτι του κτυπάει,

ξένα τα πάντα γύρω του, σαν ξένος τα κυττάει.

Κανείς δεν το επρόσμενε, κανείς δεν τον γνωρίζει,

θεριέβει ο πόνος μέσα του και άθελα δακρύζει.

Ξάφνου ακούει μια φωνή, βαρειά και κουρασμένη:

Ξένε, τι θέλεις συ εδώ, ποιός τάχα σε προσμένει;

Μάννα, ο γυιός σου είμ’ εγώ, δεν με αναγνωρίζεις;

Αγκάλιασέ με στοργικά και παύσε να δακρύζης.

Ο γυιός μου χρόνια μίσεψε, γραφή του δεν ξανάδα,

μέσ’ στην ψυχή μου άναψε μια φλογισμένη δάδα.

Σειρήνες το ξελόγιασαν, με τα τρελλά τους κάλλη,

τη μάννα του εβυθισε σ’ απεγνωσμένη πάλη.

Μάννα, ο γυιός σου μίσεψε χρήματα να κερδίση

κι’ ευτυχισμένος έρχεται, κοντά σου πειά να ζήση.

Κι’ αν μαρκυά σου έζησε στης ξενητειάς την άκρη,

στην πονεμένη του ματιά, δεν στέγνωσε το δάκρυ.

Ω, σπλάγχνο μου, αγόρι μου, μονάκριδο παιδί μου,

σπαράζ’ η μάννα με χαρά, ας έχης την ευχή μου.

Ο δρόμος σου ανθόσπαρτος κι’ από χαρά στρωμένος,

στην προστασία του θεού νάσαι πάντα δοσμένος.

Αγκαλιασμένοι κλάψανε από χαρά κι’ οι δυό τους

και σάν παλάτι ολόχρησο βλέπαν το φτωχικό τους.

Τα πλούτη και οι θησαυροί κι’ άλλα περίσσια κάλη,

τίποτε σεν αναπληροί της μάννας την αγκάλη.

Εστάλη από Καίτη Γαρμπή.

No comments:

Post a Comment