Στρος - Καν: «Η Ελλάδα πρέπει να ανασκουμπωθεί» Ο επικεφαλής του ΔΝΤ τονίζει ότι οι αγορές περιμένουν από τη χώρα μας ένα αξιόπιστο σχέδιο μείωσης του ελλείμματοςTης Κατερινας Σωκου Τον εφησυχασμό θεωρεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο για την ανάκαμψη ο γενικός διευθυντής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Ντομινίκ Στρος Καν, και προσθέτει ότι «αν τα τραπεζικά προβλήματα δεν αντιμετωπισθούν, ο συστημικός κίνδυνος μπορεί να επιστρέψει». Στην αποκλειστική του συνέντευξη στην «Κ» προειδοποιεί ότι η ανάκαμψη δεν είναι δεδομένη και ότι ακόμη και αν έρθει, η ανεργία θα συνεχίσει να αυξάνεται τα επόμενα δύο χρόνια. Οπως εκτιμά, ο βασικός βραχυπρόθεσμος κίνδυνος για την παγκόσμια οικονομία είναι να παγώσει η ανάκαμψη, που το ΔΝΤ αναμένει το πρώτο εξάμηνο του 2010, «αν λανθασμένα θεωρηθεί ότι πρόκειται περί διατηρήσιμης ανάπτυξης». Ο κ. Στρος Καν ανησυχεί για την έξαρση του προστατευτισμού καθώς, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά, αυτό που χρειάζεται είναι μία παγκόσμια απάντηση. Οπως επισημαίνει, η ίδια η νομισματική και δημοσιονομική πολιτική που ακολουθείται για την έξοδο από την κρίση παρουσιάζει κινδύνους, ωστόσο δεν πιστεύει ότι είναι ακόμη καιρός για τερματισμό της κρατικής στήριξης της οικονομίας. Ο κ. Στρος Καν, ωστόσο, τονίζει ότι αυτό δεν ισχύει για την Ελλάδα, καθώς οι χώρες με υπερβολικά επίπεδα δημοσίου χρέους χρειάζεται να εφαρμόσουν σύντομα ένα αξιόπιστο σχέδιο μείωσης των ελλειμμάτων «ώστε να πείσουν την αγορά για τη δημοσιονομική τους βιωσιμότητα». Σε μια νότα αισιοδοξίας, ο επικεφαλής του οργανισμού εκφράζει την ελπίδα ότι αν εφαρμοσθούν οι προωθούμενες μεταρρυθμίσεις, μετά την κρίση ο κόσμος θα έχει επιτύχει μεγαλύτερη συνεργασία και ένα πιο αποτελεσματικά εποπτευόμενο χρηματοοικονομικό σύστημα. Η ανεργία θα συνεχίσει να αυξάνεται το 2010, πιθανώς και το 2011 – Οι τελευταίες εκτιμήσεις του ΔΝΤ προβλέπουν ότι η ανάκαμψη θα εδραιωθεί το πρώτο εξάμηνο του 2010. Υπάρχουν κίνδυνοι σε αυτό το σενάριο; – Πρέπει να συνεχίσουμε να εργαζόμαστε σκληρά ώστε να διασφαλίσουμε ότι μία διατηρήσιμη ανάκαμψη θα έρθει όντως το πρώτο εξάμηνο του 2010. Αλλά ακόμη και με την ανάκαμψη, η ανεργία θα συνεχίσει να αυξάνεται το 2010 και πιθανώς στις πιο ανεπτυγμένες οικονομίες και το 2011. Είναι λοιπόν σημαντικό να λάβουμε αποφασιστική δράση έγκαιρα. Ενδεχομένως ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι o εφησυχασμός, που θα οδηγήσει σε άλυτα τραπεζικά προβλήματα. Το κύριο πρόβλημα με τις τράπεζες (έλλειμμα κεφαλαιοποίησης, προβληματικό ενεργητικό) παραμένει. Πολλές αγορές τιτλοποιήσεων παραμένουν κλειστές ή ανοίγουν μόνο χάρη σε εξαιρετική δημόσια παρέμβαση. Αυτό εξακολουθεί να επιβαρύνει την ικανότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος να παρέχει πιστώσεις. Αν τα τραπεζικά προβλήματα δεν αντιμετωπιστούν, ο συστημικός κίνδυνος μπορεί να επιστρέψει. Στο πεδίο της πολιτικής, ο σκεπτικισμός της κοινής γνώμης για τη θεωρούμενη διάσωση των τραπεζών θα μπορούσε να περιορίσει την υποστήριξη για τη χρηματοοικονομική αναδιάρθρωση και να επιμηκύνει την κρίση. Οι κίνδυνοι για την οικονομία παραμένουν πτωτικοί και θα παραμείνουν ενόσω ο χρηματοοικονομικός κλάδος αποκαθίσταται. Ο βασικός βραχυπρόθεσμος κίνδυνος είναι να σταματήσει η ανάκαμψη, κάτι που θα μπορούσε να προκληθεί από μία σειρά αρνητικές εξελίξεις. Μία ενδεχόμενη πρόωρη έξοδος από την χαλαρή νομισματική και δημοσιονομική πολιτική συνιστά κίνδυνο, αν η ανάκαμψη που βασίζεται στη στήριξη του Δημοσίου θεωρηθεί λανθασμένα ως διατηρήσιμη ανάπτυξη. Η βελτίωση των οικονομικών ισολογισμών θα μπορούσε να ανασταλεί από χρεοκοπίες επιχειρήσεων, ανεργία, υψηλότερες του αναμενομμένου καθυστερήσεις οφειλών στα δάνεια για αγορά ακινήτων - στεγαστικά και εμπορικά. Σε αυτήν την επισφαλή κατάσταση-σοκ που σε διαφορετική περίπτωση θα απορροφούνταν -όπως η έξαρση της νέας γρίπης ή των γεωπολιτικών εντάσεων- ενδεχομένως να αποσταθεροποιήσουν την παγκόσμια οικονομία. Μία άλλη ανησυχία - κλειδί είναι ότι οι υψηλότερες τιμές του πετρελαίου θα μπορούσαν να εμποδίσουν την οικονομική ανάκαμψη. Επιπλέον, η ίδια η νομισματική και δημοσιονομική πολιτική παρουσιάζει κινδύνους. Μπορεί να αντιμετωπίσουμε τον κίνδυνο του πληθωρισμού, τις κεντρικές τράπεζες να ασκούν αυστηρότερη περιοριστική πολιτική από το αναμενόμενο ώστε να αντιμετωπίσουν πληθωριστικές πιέσεις. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί αν η παραγωγή υποχωρήσει περισσότερο από τις εκτιμήσεις ή αν η συγκέντρωση αποθεματικού στις κεντρικές τράπεζες πυροδοτήσει μία πιστωτική έκρηξη. Δημοσιονομικά, η μεγάλη αύξηση του δημόσιου χρέους ήδη προκαλεί ανησυχία στις αγορές. Ενας ακόμη κίνδυνος είναι η ενίσχυση του εμπορικού και χρηματοοικονομικού προστατευτισμού, που μπορεί να αυξηθεί με την άνοδο της ανεργίας. – Ποια είναι τα συμπεράσματα του ΔΝΤ για τα αίτια της κρίσης; – Οι αρχικές μας απόψεις δείχνουν ότι η αιτία της αποτυχίας των αγορών ήταν η υπεραισιοδοξία, την οποία τροφοδότησε μία μακρά περίοδος υψηλής ανάπτυξης, χαμηλών επιτοκίων και ιστορικά χαμηλής ρευστότητας. Λάθη πολιτικής και αποτυχίες έγιναν κυρίως σε τρεις τομείς: 1. Χρηματοοικονομικής ρύθμισης, η οποία δεν ήταν πλήρως εξοπλισμένη ώστε να διαγιγνώσκει τους κινδύνους και τα προβληματικά κίνητρα πίσω από την πρόσφατη έξαρση χρηματοοικονομικών καινοτομιών. 2. Μακροοικονομικής πολιτικής, η οποία δεν ανταποκρίθηκε επαρκώς στη συσσώρευση των συστημικών κινδύνων στο χρηματοοικονομικό σύστημα και τη στεγαστική αγορά. 3. Παγκόσμιας αρχιτεκτονικής, όπου ο κατακερματισμός της εποπτείας, ιδιαίτερα στον χρηματοοικονομικό κλάδο, επιδείνωσε την ανικανότητα εντοπισμού των αυξανόμενων ευπαθών σημείων και συνδέσμων. – Πιστεύετε ότι ένα νέο παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα θα συνέβαλε στην αντιμετώπιση των παγκόσμιων ανισορροπιών; – Το όφελος ενός παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος έχει τεθεί στο παρελθόν και αξίζει συνεχή σπουδή και περίσκεψη. Αυτές οι συζητήσεις προκύπτουν από το γενικό ενδιαφέρον για την ενδυνάμωση του οικονομικού και χρηματοοικονομικού συστήματος. Ωστόσο, από μόνο του, ένα παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα δεν θα λύσει τις παγκόσμιες ανισορροπίες. Επιπλέον, η μετάβαση σε ένα παγκόσμιο νόμισμα, ιδιαίτερα η μεταφορά δικαιοδοσίας από τις χώρες σε ένα πολυμερή οργανισμό, το καθιστά μακρινή προοπτική. – Σας ανησυχεί η έξαρση του προστατευτισμού; – Ναι, αν και δεν πρόκειται για παραδοσιακό προστατευτισμό - αύξηση των δασμών και παρόμοιες πολιτικές. Οι περισσότερες κυβερνήσεις έχουν διδαχθεί από τα μαθήματα του παρελθόντος, όταν τέτοιου είδους πολιτικές επιδείνωσαν την κατάσταση. Αλλά ο προστατευτισμός μπορεί να έρθει από την πίσω πόρτα, ειδικά στον χρηματοοικονομικό κλάδο. Για παράδειγμα, όταν οι κυβερνήσεις παρέχουν στις τράπεζες νέους πόρους ή επανακεφαλαιοποίηση, μπορεί να προσθέσουν τη σημείωση ότι τα χρήματα θα πρέπει να μείνουν στη χώρα. ΄Η μπορεί να υπάρχει σε διάφορα πακέτα τόνωσης κάποια παρατήρηση που να λέει ότι τα χρήματα θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν για την αγορά εγχώριων προϊόντων, και αντίστοιχες στρεβλώσεις. Υπάρχει ο κίνδυνος να αυξηθεί αυτού του είδους ο προστατευτισμός. – Μετά τα κρατικά πακέτα στήριξης, πότε θα είναι η κατάλληλη στιγμή για να αρχίσει η δημοσιονομική προσαρμογή; Είναι κοινή για όλες τις χώρες; – Αυτό εξαρτάται σε κάποιο βαθμό από τις χώρες που εξετάζουμε. Για πολλές, δεν είναι ακόμη η ώρα της εξόδου από τα κρατικά πακέτα στήριξης. Αυτό θα πρέπει να έρθει καθώς, και όταν, οι συνθήκες της αγοράς το επιτρέψουν και η ανάκαμψη έχει εδραιωθεί γερά. Τότε θα χρειαστούν αξιόπιστες και συνεκτικές στρατηγικές εξόδου ώστε να μαζέψουν με τάξη τις σημαντικές δημόσιες παρεμβάσεις. Αυτό θα χρειαστεί λογική σειρά και ξεκάθαρη επικοινωνία από τις δημοσιονομικές και νομισματικές αρχές. Συγκεκριμένα σχέδια εξόδου θα χρειαστεί να προσαρμοσθούν στα διάφορα μέτρα, να διασφαλίσουν την επίτευξη των μεσοπρόθεσμων στόχων της πολιτικής, αποφεύγοντας συνάμα τον κίνδυνο μιας πρόωρης απόσυρσης της στήριξης. Ο πολυμερής συντονισμός θα μπορούσε να συμβάλει στο να εξαλειφθεί ενδεχόμενος κίνδυνος διασυνοριακών στρεβλώσεων κατά τη διαδικασία. Για χώρες όπως η Ελλάδα, όπου η δημοσιονομική κατάσταση είναι αδύναμη και επιδεινώνεται, και όπου το εξωτερικό έλλειμμα είναι μεγάλο, χρειάζονται πολιτικές που θα ενισχύσουν την εμπιστοσύνη στη μείωση αυτών των ανισορροπιών και στη διατηρησιμότητα της μελλοντικής ανάπτυξης. Ωστόσο, κάποιες χώρες με υπερβολικά επίπεδα δημόσιου χρέους χρειάζεται να αρχίσουν την εφαρμογή ενός αξιόπιστου σχεδίου δημοσιονομικής προσαρμογής σύντομα, ώστε να απαντήσουν στην ανησυχία της αγοράς για τη δημοσιονομική τους βιωσιμότητα. Η Ελλάδα ανήκει ξεκάθαρα σε αυτήν την ομάδα. Οι οικονομικές κρίσεις δεν εξαλείφονται αλλά μπορούμε να τις περιορίσουμε – Είστε ικανοποιημένος από τις μέχρι τώρα προσπάθειες οικοδόμησης μιας νέας χρηματοοικονομικής αρχιτεκτονικής; – Εχει όντως επιτευχθεί πρόοδος. Η κρίση δημιουργεί μία πρωτοφανή πρόκληση που ζητεί -και με πολλούς τρόπους έχει παράξει- πρωτοφανείς απαντήσεις. Οι χώρες δρουν από κοινού με καινοτόμους και αποτελεσματικούς τρόπους, μεταξύ των οποίων και οι σύνοδοι του G20. Αυτές οι συναντήσεις ήταν και ουσιαστικές και συμβολικές, με σημαντικές δεσμεύσεις αναπτυσσόμενων και ανεπτυγμένων κρατών για στενότερη συνεργασία σε μακροοικονομικές και χρηματοοικονομικές πολιτικές. Το ΔΝΤ βρίσκεται στο κέντρο της νέας διεθνούς ατζέντας. Aναγνωρίζεται ευρέως ότι χρειάζονται συστημικές αλλαγές προκειμένου να διατηρήσουμε τα οφέλη μιας ανοιχτής, ενιαίας παγκόσμιας οικονομίας, να διασφαλίσουμε την ευρεία κατανομή αυτών και να περιορίσουμε τον κίνδυνο μελλοντικών κρίσεων. Πολλές από τις μεταρρυθμίσεις του ΔΝΤ έχουν ήδη εφαρμοσθεί. Για παράδειγμα, η δέσμευση για δάνεια και ομόλογα ανέρχεται πλέον στα 411,5 δισ. δολάρια, κοντά στον στόχο του G20 για ενίσχυση των κεφαλαίων του Ταμείου με 500 δισ. δολάρια. Τα μέλη μας έχουν εγκρίνει ακόμη την κατανομή Ειδικών Τραβηχτικών Δικαιωμάτων αξίας 250 δισ. δολαρίων, ώστε να ενισχύσουν τη ρευστότητα του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, συμπληρώνοντας τα συναλλαγματικά αποθέματα. Εχουμε επίσης ανακοινώσει την αναμόρφωση του πλαισίου δανεισμού, συμπεριλαμβανομένης της εισαγωγής μιας νέας ευέλικτης γραμμής πίστωσης, η οποία παρέχει υψηλά δάνεια χωρίς προϋποθέσεις σε χώρες με ιστορικό καλών πολιτικών. Σημαντικό είναι ότι έχουμε ξεπεράσει τον στόχο του G20 για διπλασιασμό του δανεισμού προς τις φτωχότερες χώρες του κόσμου. Αν τα τρέχοντα σχέδια εφαρμοσθούν όπως υπολογίζουμε, ο μετά την κρίση κόσμος θα χαρακτηρισθεί από μεγαλύτερη πολυμερή συνεργασία, περισσότερο συντονισμό πολιτικών και ένα πιο αποτελεσματικά εποπτευόμενο χρηματοοικονομικό σύστημα. – Θεωρείτε ότι αναδύεται ένα νέο οικονομικό πρότυπο και ίσως ένας νέος ρόλος για το ΔΝΤ, που θα αντιμετώπιζε καλύτερα τέτοιου είδους προβλήματα στο μέλλον; – Οι παγκόσμιες προσπάθειες έχουν εστιάσει κυρίως στην παρούσα κρίση, αλλά πολλές από τις μεταρρυθμίσεις που προωθούνται στοχεύουν επίσης στο μέλλον. Παρά ταύτα, καμία θεσμική αλλαγή δεν εξαλείφει τους οικονομικούς κύκλους ή τις περιόδους έντασης στον χρηματοοικονομικό κλάδο. Επιπλέον, οι πολιτικές στον οικονομικό και χρηματοοικονομικό τομέα θα παραμείνουν αρμοδιότητα κυρίως των εθνικών κυβερνήσεων. Είναι νομίζω λογικό να ελπίζει κανείς ότι οι τρέχουσες αλλαγές στην παγκόσμια χρηματοοικονομική αρχιτεκτονική -συμπεριλαμβανομένων των μεταρρυθμίσεων που έχουμε αναλάβει στο ΔΝΤ, που μας δίνουν νέα εργαλεία και μεγαλύτερη ευελιξία- μπορούν να μειώσουν τη συχνότητα και το βάθος μελλοντικών κρίσεων. Το ΔΝΤ θα παρακολουθεί την εφαρμογή των πολιτικών των χωρών, συμπεριλαμβανομένης της ενίσχυσης των ικανοτήτων έγκαιρης προειδοποίησης σε συνεργασία με το Συμβούλιο Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας. Βεβαίως, η αποτελεσματικότητα του ΔΝΤ εξαρτάται επίσης από τη δικαιοδοσία που του αναγνωρίζουν τα μέλη του. Αυτή είναι η αιτία για την οποία χρειάζεται να κάνουμε πρόοδο στη διοικητική του δομή, όπου συνεχίζουμε να κάνουμε σημαντική δουλειά. Είναι σημαντικό οι πολιτικοί να συνεχίσουν να εφαρμόζουν τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις καθώς θα υποχωρεί η άμεση απειλή από την κρίση. Αυτό θα συμβάλει στο να διασφαλίσει ότι τέτοιες κρίσεις θα αποφευχθούν στο μέλλον. Η ελληνική οικονομία χρειάζεται επειγόντως μεταρρυθμίσεις για να γίνει πιο ανταγωνιστική – Οικονομολόγοι προειδοποιούν ότι μικρές και σχετικά κλειστές οικονομίες όπως η ελληνική θα δυσκολευθούν να επιστρέψουν σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης μετά την κρίση. Υπάρχει λύση; – Οι πρόσφατοι ρυθμοί ανάπτυξης στην Ελλάδα ήταν πολύ υψηλοί και περιλάμβαναν κάποια έκτακτα στοιχεία, όπως η σύγκλιση με την Ευρωζώνη και τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια με την ένταξη σε αυτήν. Στο μέλλον, η γήρανση του πληθυσμού επίσης θα περιορίσει σταδιακά την ανάπτυξη του ΑΕΠ (όπως και στους εμπορικούς της εταίρους), άρα η χαμηλότερη ανάπτυξη θα πρέπει να αναμένεται ως φυσιολογική διαδικασία. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν έχει επιλογές για να ενισχύσει την ανάπτυξη. Οι πολιτικές της θα πρέπει να μειώσουν τις ανισορροπίες που σήμερα στέκονται εμπόδιο για μία υγιή και διατηρήσιμη ανάπτυξη. Αναφερόμαστε στα υψηλά και επίμονα δημοσιονομικά ελλείμματα και χρέη, το πολύ υψηλό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών και την επιδεινούμενη επενδυτική της θέση διεθνώς, αλλά και τις σοβαρές διαρθρωτικές δυσκαμψίες. Μία από τις μεγάλες προκλήσεις για την Ελλάδα ώστε να επανέλθει σε ισχυρή ανάπτυξη είναι να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά της. Γι’ αυτόν τον σκοπό, θα πρέπει να αναλάβει χωρίς καθυστέρηση εκτενείς διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Γι’ αυτό θα χρειαστεί να διαμορφωθεί στην κυβέρνηση και τους κοινωνικούς εταίρους πίστη και δέσμευση στη μεταρρυθμιστική ατζέντα σε τρία μέτωπα: Πρώτον, η δημόσια διοίκηση πρέπει να γίνει πιο αποτελεσματική και διαφανής. Δεύτερον, οι αγορές προϊόντων και υπηρεσιών πρέπει να ανοίξουν περισσότερο. Και τρίτον, οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας θα πρέπει να έχουν στόχο χαμηλότερο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος και υψηλότερο ποσοστό απασχόλησης, πιθανώς με την υποστήριξη μίας τριμερούς συμφωνίας μεταξύ εργοδοτών, συνδικαλιστικών ενώσεων και δημοσίου τομέα. Με λίγα λόγια, η Ελλάδα πρέπει να «ανασκουμπωθεί», διότι ο ανταγωνισμός από τις υπόλοιπες χώρες θα συνεχίσει να είναι σκληρός. Με την ευκαιρία, θα ήθελα να εκφράσω την λύπη που μας προκάλεσαν οι τρομερές πυρκαγιές που έπληξαν πολλές περιοχές της χώρας τις πρόσφατες εβδομάδες, αλλά και τους επαίνους μας για τις προσπάθειες των πυροσβεστών και των πολιτών της Ελλάδας να τις θέσουν υπό έλεγχο. kathimerini.- |