Εστιν ουν τραγωδία
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Η διαφορά μου από τον Αριστοτέλη, όχι η μοναδική αλλά εν πάση περιπτώσει εκ των σημαντικών, είναι ότι ενώ εκείνος μπορούσε να ορίσει με ακρίβεια λέξης την τραγωδία, εγώ, ο δυστυχής, αν και επαίρομαι πως έχω καταναλώσει τεράστιες ποσότητες λογοτεχνίας στη διάρκεια του βίου μου, αδυνατώ να ορίσω με ακρίβεια πότε ένα κείμενο είναι λογοτεχνικό και πότε όχι. Ευτυχώς από τη δύσκολη θέση θα με βγάλει, επιτέλους, το υπουργείο Ανάπτυξης, το οποίο διαχωρίζει σαφώς το λογοτεχνικό βιβλίο από το σκέτο βιβλίο, και διατηρεί για το πρώτο τον νόμο περί ενιαίας τιμής, ενώ τον καταργεί για όλα τα υπόλοιπα. Ετσι αν μπαίνοντας στο βιβλιοπωλείο διαπιστώνω ότι για τον τίτλο που με ενδιαφέρει δεν υπάρχει δυνατότητα έκπτωσης πέραν του 10% επί της λιανικής, θα ξέρω ότι πρόκειται για λογοτεχνία, αν όχι, θα ξέρω ότι πρόκειται για σκέτο βιβλίο.
Ευελπιστώ, δε, ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο θα ξεκαθαριστεί και ένα ζήτημα το οποίο με απασχολεί εδώ και μερικές ημέρες, από τότε που έμαθα ότι κυκλοφόρησε, επιτέλους, το πολυαναμενόμενο πόνημα του Δημήτρη Κουφοντίνα. Οι αντιδράσεις που προκάλεσε η έκδοση υπήρξαν έντονες, ποικίλες και αντιφατικές, με αποτέλεσμα να δυσκολεύομαι να το κατατάξω σε κάποια από τις γνωστές κατηγορίες της γραφής. Δεν είμαι και ο Αριστοτέλης, θα μου πείτε, και θα έχετε δίκιο. Διάβασα, για παράδειγμα, ότι μερικοί το θεωρούν ένα εξόχως πολιτικό βιβλίο με ιδεολογικές προεκτάσεις, άλλοι πάλι το αντιμετωπίζουν ως ένα ευχάριστο και συγκινητικό ανάγνωσμα που αποκαλύπτει το ψυχικό βάθος ενός ανθρώπου που μέχρι προχθές τον είχαμε αδικήσει γιατί τον αντιμετωπίζαμε ως κοινό δολοφόνο, αγνοώντας τα κρυφά ταλέντα του και τις ευαισθησίες του. Επειδή δεν το έχω διαβάσει, δεν ξέρω αν περιγράφει ηλιοβασιλέματα και λοιπές ανατολές, όμως φαίνεται ότι οι πολυάριθμοι αναγνώστες του διαφωνούν ως προς το είδος στο οποίο θα πρέπει να το κατατάξουν. Είναι συγγενέστερο με το «Εγκλημα και τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι –αν και ο Ρασκόλνικοφ δεν είναι σίριαλ κίλερ– ή μήπως με τη «18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη» του Καρόλου Μαρξ; Αν ισχύει η πρώτη περίπτωση θα πρέπει να υποστεί τον περιορισμό της ενιαίας τιμής, αν η δεύτερη όχι. Εκτός και αν ισχύει μια τρίτη περίπτωση, αν το έργο του Κουφοντίνα ανήκει στην κατηγορία των μεικτών έργων, όπως τα «Απομνημονεύματα» του Ουίνστον Τσώρτσιλ, τα οποία ενώ είναι έργο ιστορικό και πολιτικό τιμήθηκαν με το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας. Ολες αυτές οι απορίες θα λυθούν εντός των επόμενων ημερών, όταν θα διαπιστώσουμε αν πωλείται με έκπτωση πέραν του 10%, οπότε θα το δεχθούμε ως πολιτικό έργο, ή αν εντάσσεται στην ενιαία τιμή, οπότε θα αναγκαστούμε να αποδεχθούμε τη λογοτεχνική του αξία.
Ο τόπος είναι ευλογημένος, όχι μόνον γιατί παράγει πρωτογενές οικονομικό πλεόνασμα, αλλά γιατί παράγει και πλεόνασμα σκέψης. Δεν ξέρω αν υπάρχουν άλλα μέρη στον πολιτισμένο κόσμο όπου η ψήφιση ενός νόμου που αφορά κάποια ρυθμιστική παράμετρο της αγοράς εγείρει τέτοια και τόσο φιλοσοφικά προβλήματα ώστε, για να αποφασισθεί η έκπτωση επί της λιανικής τιμής, ο βιβλιοπώλης θα αναγκαστεί να ανατρέξει έως την «Ποιητική» του Αριστοτέλη. Θα μου πείτε έτσι ανεβαίνει το επίπεδο και έτσι θα φτάσουμε να φιλοσοφούμε άνευ της γνωστής. Και για να σοβαρευτούμε τώρα. Δεν ξέρω ποιος εγκέφαλος του υπουργείου Ανάπτυξης σκέφτηκε αυτή την ηλίθια πονηριά για να συμβιβάσει τα αιτήματα των εκδοτών με τις απαιτήσεις της τρόικας. Και μπορεί για τον εν λόγω εγκέφαλο το βιβλίο να μην έχει καμία σημασία –ευλόγως διότι το διάβασμα απαιτεί σκέψη–, όμως αν σκεφτούμε ότι ο ίδιος εγκέφαλος ασχολείται και με το γάλα και τα φάρμακα, μπορούμε να ανησυχούμε με όλη μας την άνεση. «Η κατάσταση βελτιούται επιδεινούμενη», που έλεγε και ο μακαρίτης Δημήτρης Δεσποτίδης, εκδότης του ιστορικού Θεμέλιου.
Ευελπιστώ, δε, ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο θα ξεκαθαριστεί και ένα ζήτημα το οποίο με απασχολεί εδώ και μερικές ημέρες, από τότε που έμαθα ότι κυκλοφόρησε, επιτέλους, το πολυαναμενόμενο πόνημα του Δημήτρη Κουφοντίνα. Οι αντιδράσεις που προκάλεσε η έκδοση υπήρξαν έντονες, ποικίλες και αντιφατικές, με αποτέλεσμα να δυσκολεύομαι να το κατατάξω σε κάποια από τις γνωστές κατηγορίες της γραφής. Δεν είμαι και ο Αριστοτέλης, θα μου πείτε, και θα έχετε δίκιο. Διάβασα, για παράδειγμα, ότι μερικοί το θεωρούν ένα εξόχως πολιτικό βιβλίο με ιδεολογικές προεκτάσεις, άλλοι πάλι το αντιμετωπίζουν ως ένα ευχάριστο και συγκινητικό ανάγνωσμα που αποκαλύπτει το ψυχικό βάθος ενός ανθρώπου που μέχρι προχθές τον είχαμε αδικήσει γιατί τον αντιμετωπίζαμε ως κοινό δολοφόνο, αγνοώντας τα κρυφά ταλέντα του και τις ευαισθησίες του. Επειδή δεν το έχω διαβάσει, δεν ξέρω αν περιγράφει ηλιοβασιλέματα και λοιπές ανατολές, όμως φαίνεται ότι οι πολυάριθμοι αναγνώστες του διαφωνούν ως προς το είδος στο οποίο θα πρέπει να το κατατάξουν. Είναι συγγενέστερο με το «Εγκλημα και τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι –αν και ο Ρασκόλνικοφ δεν είναι σίριαλ κίλερ– ή μήπως με τη «18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη» του Καρόλου Μαρξ; Αν ισχύει η πρώτη περίπτωση θα πρέπει να υποστεί τον περιορισμό της ενιαίας τιμής, αν η δεύτερη όχι. Εκτός και αν ισχύει μια τρίτη περίπτωση, αν το έργο του Κουφοντίνα ανήκει στην κατηγορία των μεικτών έργων, όπως τα «Απομνημονεύματα» του Ουίνστον Τσώρτσιλ, τα οποία ενώ είναι έργο ιστορικό και πολιτικό τιμήθηκαν με το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας. Ολες αυτές οι απορίες θα λυθούν εντός των επόμενων ημερών, όταν θα διαπιστώσουμε αν πωλείται με έκπτωση πέραν του 10%, οπότε θα το δεχθούμε ως πολιτικό έργο, ή αν εντάσσεται στην ενιαία τιμή, οπότε θα αναγκαστούμε να αποδεχθούμε τη λογοτεχνική του αξία.
Ο τόπος είναι ευλογημένος, όχι μόνον γιατί παράγει πρωτογενές οικονομικό πλεόνασμα, αλλά γιατί παράγει και πλεόνασμα σκέψης. Δεν ξέρω αν υπάρχουν άλλα μέρη στον πολιτισμένο κόσμο όπου η ψήφιση ενός νόμου που αφορά κάποια ρυθμιστική παράμετρο της αγοράς εγείρει τέτοια και τόσο φιλοσοφικά προβλήματα ώστε, για να αποφασισθεί η έκπτωση επί της λιανικής τιμής, ο βιβλιοπώλης θα αναγκαστεί να ανατρέξει έως την «Ποιητική» του Αριστοτέλη. Θα μου πείτε έτσι ανεβαίνει το επίπεδο και έτσι θα φτάσουμε να φιλοσοφούμε άνευ της γνωστής. Και για να σοβαρευτούμε τώρα. Δεν ξέρω ποιος εγκέφαλος του υπουργείου Ανάπτυξης σκέφτηκε αυτή την ηλίθια πονηριά για να συμβιβάσει τα αιτήματα των εκδοτών με τις απαιτήσεις της τρόικας. Και μπορεί για τον εν λόγω εγκέφαλο το βιβλίο να μην έχει καμία σημασία –ευλόγως διότι το διάβασμα απαιτεί σκέψη–, όμως αν σκεφτούμε ότι ο ίδιος εγκέφαλος ασχολείται και με το γάλα και τα φάρμακα, μπορούμε να ανησυχούμε με όλη μας την άνεση. «Η κατάσταση βελτιούται επιδεινούμενη», που έλεγε και ο μακαρίτης Δημήτρης Δεσποτίδης, εκδότης του ιστορικού Θεμέλιου.
No comments:
Post a Comment