Tuesday, December 24, 2013

Η πόλη φοράει τα γιορτινά της Του Νίκου Ξυδάκη Να στολιστεί η πόλη, να βάλει τα γιορτινά της, να φωτιστεί, οπωσδήποτε· η ζωή κυλάει, δεν σταματάει. Μάλιστα, ακριβώς αυτό το πνεύμα των Χριστουγέννων, την αισιοδοξία που εμπνέει η τελετουργική ανάπαυλα των εορτών, τα έχουμε ανάγκη περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Ακόμη και τα φωτάκια LED στα μπαλκόνια ανάβουν σαν μικροί φάροι ελπίδας. Στην πράξη, γεννιούνται κάποια ερωτήματα. Ας πούμε: ποια γιορτινά ρούχα ταιριάζουν σε μια πληγωμένη πόλη; Ο προϋπολογισμός είναι ρηχός, όλα φωνάζουν για περικοπές και οικονομία, αφενός. Αφετέρου, σε μια πόλη με εκατοντάδες, χιλιάδες κλειστά μαγαζιά, με άστεγους και με χιλιάδες σιωπηλούς άνεργους ή απλήρωτους, ο εορταστικός διάκοσμος πρέπει να είναι ζυγισμένος και μετρημένος, τέτοιος που να στηρίζει και να εγκαρδιώνει, όχι να προκαλεί απορίες. Εχουμε άλλωστε την όχι και τόσο μακρινή εμπειρία του «μεγαλύτερου δέντρου» της Ευρώπης, μιας υπερβολής και ενός θεσμικού kitsch που στοίχειωνε την Αθήνα τα χρόνια των ψευδαισθήσεων. Οι δημοτικοί άρχοντες της Αθήνας είχαν, λοιπόν, να λύσουν και φέτος ένα δύσκολο πρόβλημα. Το αποτέλεσμα είναι άνισο. Ναι μεν φωτίστηκαν γιορτινά οι κεντρικοί δρόμοι, άστρα και γιρλάντες σημαίνουν τις ξεχωριστές μέρες, εντούτοις λίγα μέτρα παραμέσα, στην καρδιά της κατοικημένης ζώνης του κέντρου, λείπουν τα βασικά φώτα των δρόμων, είναι καμένες οι λάμπες. Κακή συντήρηση; Ολιγωρία των συνεργείων; Ανεπάρκεια προσωπικού ή πόρων; Μάλλον λίγο απ’ όλα. Η αμηχανία στολισμού είναι εμφανής στην πολύπαθη πλατεία Ομονοίας. Η Ομόνοια από καιρό είναι μια γκρίζα ζώνη βρώμικου τσιμέντου, ακατοίκητη έρημος και αστικό κενό, από τότε που την εγκατέλειψαν και οι μετανάστες. Το μόνο φωτεινό διάλειμμα που θυμάμαι ήταν όταν φιλοξένησε την εγκατάσταση του εκλιπόντος Βλάση Κανιάρη, ένα εφήμερο μνημείο από σακιά τσιμέντου Τιτάν τυλιγμένα με ελληνικές σημαίες. «Εις δόξαν» το ονόμαζε πολύσημα ο σπουδαίος καλλιτέχνης και αιφνιδίαζε στοχαστικά τους περαστικούς. Φέτος πάνω στην εορτάζουσα πλατεία έχει στηθεί με ψυχρά φώτα η λέξη ΑΘΗΝΑ. Αιφνιδιασμός πάλι, που δεν οδηγεί όμως σε στοχαστικές προσαρμογές, αλλά σε μία και μόνη απορία: τι είναι αυτό; Είναι τέχνη; Είναι οδοσήμανση; Είναι ευχή; Είναι υπόμνηση για ξένους επισκέπτες, οι οποίοι ξέρουν να διαβάζουν ελληνικά; Μήπως υπάρχει κρυφό νόημα; Φοβούμαι ότι δεν υπάρχει κανένα νόημα, κρυφό ή φανερό, όπως δεν υπάρχει και φόρμα. Υπάρχει μόνο αμηχανία. Κενό πάνω στο κενό: το λεκτικό πάνω στο αστικό. Από μια άποψη, ειλικρινές: ο Δήμος Αθηναίων δεν έχει να πει τίποτε στους Αθηναίους· μπορεί μόνο να ψελλίσει αμήχανα το όνομα της πόλης, σαν υπόμνηση: για το πού ζούμε ή για το ότι ζούμε ακόμη. Προσπερνάς μελαγχολικά, ανηφορίζεις τη Σταδίου, διψώντας για γιορτή. Στην κορυφή της Σταδίου, στο ξέφωτο της Παλαιάς Βουλής, συναντάς δέντρα ντυμένα με πουλόβερ. Yarn bombing και urban knitting ονομάζεται η εικαστική δράση που ντύνει με πλεχτά τα αστικά στοιχεία. Την αμηχανία της φωτοαθήνας διαδέχεται η χιπστερική εννοιολογία: το δεντράκι σαν άνθρωπος κρυώνει· ή το χρώμα της εικαστικής παρέμβασης σπάει τη μονοτονία του αστικού χώρου· ή το σκληρό αγκαλιάζεται από το μαλακό κ.ο.κ. Θα μπορούσε να είναι πολύ συμπαθητικό το πλεχτό, μερικά χρόνια πριν· σήμερα, πάνω στο σώμα της πληγωμένης πόλης φαίνεται ξένο. Κρύο και ξένο. Θα το αντέξουμε κι αυτό. Βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος. Καλές γιορτές!

Η πόλη φοράει τα γιορτινά της
Του Νίκου Ξυδάκη
Να στολιστεί η πόλη, να βάλει τα γιορτινά της, να φωτιστεί, οπωσδήποτε· η ζωή κυλάει, δεν σταματάει. Μάλιστα, ακριβώς αυτό το πνεύμα των Χριστουγέννων, την αισιοδοξία που εμπνέει η τελετουργική ανάπαυλα των εορτών, τα έχουμε ανάγκη περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Ακόμη και τα φωτάκια LED στα μπαλκόνια ανάβουν σαν μικροί φάροι ελπίδας.
Στην πράξη, γεννιούνται κάποια ερωτήματα. Ας πούμε: ποια γιορτινά ρούχα ταιριάζουν σε μια πληγωμένη πόλη; Ο προϋπολογισμός είναι ρηχός, όλα φωνάζουν για περικοπές και οικονομία, αφενός. Αφετέρου, σε μια πόλη με εκατοντάδες, χιλιάδες κλειστά μαγαζιά, με άστεγους και με χιλιάδες σιωπηλούς άνεργους ή απλήρωτους, ο εορταστικός διάκοσμος πρέπει να είναι ζυγισμένος και μετρημένος, τέτοιος που να στηρίζει και να εγκαρδιώνει, όχι να προκαλεί απορίες. Εχουμε άλλωστε την όχι και τόσο μακρινή εμπειρία του «μεγαλύτερου δέντρου» της Ευρώπης, μιας υπερβολής και ενός θεσμικού kitsch που στοίχειωνε την Αθήνα τα χρόνια των ψευδαισθήσεων.
Οι δημοτικοί άρχοντες της Αθήνας είχαν, λοιπόν, να λύσουν και φέτος ένα δύσκολο πρόβλημα. Το αποτέλεσμα είναι άνισο. Ναι μεν φωτίστηκαν γιορτινά οι κεντρικοί δρόμοι, άστρα και γιρλάντες σημαίνουν τις ξεχωριστές μέρες, εντούτοις λίγα μέτρα παραμέσα, στην καρδιά της κατοικημένης ζώνης του κέντρου, λείπουν τα βασικά φώτα των δρόμων, είναι καμένες οι λάμπες. Κακή συντήρηση; Ολιγωρία των συνεργείων; Ανεπάρκεια προσωπικού ή πόρων; Μάλλον λίγο απ’ όλα.
Η αμηχανία στολισμού είναι εμφανής στην πολύπαθη πλατεία Ομονοίας. Η Ομόνοια από καιρό είναι μια γκρίζα ζώνη βρώμικου τσιμέντου, ακατοίκητη έρημος και αστικό κενό, από τότε που την εγκατέλειψαν και οι μετανάστες. Το μόνο φωτεινό διάλειμμα που θυμάμαι ήταν όταν φιλοξένησε την εγκατάσταση του εκλιπόντος Βλάση Κανιάρη, ένα εφήμερο μνημείο από σακιά τσιμέντου Τιτάν τυλιγμένα με ελληνικές σημαίες. «Εις δόξαν» το ονόμαζε πολύσημα ο σπουδαίος καλλιτέχνης και αιφνιδίαζε στοχαστικά τους περαστικούς.
Φέτος πάνω στην εορτάζουσα πλατεία έχει στηθεί με ψυχρά φώτα η λέξη ΑΘΗΝΑ. Αιφνιδιασμός πάλι, που δεν οδηγεί όμως σε στοχαστικές προσαρμογές, αλλά σε μία και μόνη απορία: τι είναι αυτό; Είναι τέχνη; Είναι οδοσήμανση; Είναι ευχή; Είναι υπόμνηση για ξένους επισκέπτες, οι οποίοι ξέρουν να διαβάζουν ελληνικά; Μήπως υπάρχει κρυφό νόημα; Φοβούμαι ότι δεν υπάρχει κανένα νόημα, κρυφό ή φανερό, όπως δεν υπάρχει και φόρμα. Υπάρχει μόνο αμηχανία. Κενό πάνω στο κενό: το λεκτικό πάνω στο αστικό. Από μια άποψη, ειλικρινές: ο Δήμος Αθηναίων δεν έχει να πει τίποτε στους Αθηναίους· μπορεί μόνο να ψελλίσει αμήχανα το όνομα της πόλης, σαν υπόμνηση: για το πού ζούμε ή για το ότι ζούμε ακόμη. Προσπερνάς μελαγχολικά, ανηφορίζεις τη Σταδίου, διψώντας για γιορτή.
Στην κορυφή της Σταδίου, στο ξέφωτο της Παλαιάς Βουλής, συναντάς δέντρα ντυμένα με πουλόβερ. Yarn bombing και urban knitting ονομάζεται η εικαστική δράση που ντύνει με πλεχτά τα αστικά στοιχεία. Την αμηχανία της φωτοαθήνας διαδέχεται η χιπστερική εννοιολογία: το δεντράκι σαν άνθρωπος κρυώνει· ή το χρώμα της εικαστικής παρέμβασης σπάει τη μονοτονία του αστικού χώρου· ή το σκληρό αγκαλιάζεται από το μαλακό κ.ο.κ. Θα μπορούσε να είναι πολύ συμπαθητικό το πλεχτό, μερικά χρόνια πριν· σήμερα, πάνω στο σώμα της πληγωμένης πόλης φαίνεται ξένο. Κρύο και ξένο.
Θα το αντέξουμε κι αυτό. Βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος. Καλές γιορτές!  kathimerini

No comments:

Post a Comment