ΑΠΟ ΤΗ ΝΑΤΑΣΣΑ ΜΠΛΑΤΣΙΟΥ, ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΝΙΚΟΣ ΕΞΑΡΧΟΠΟΥΛΟΣ
Αγναντεύουμε το πέτρινο λιβάδι ψηλά από τις μονές των Μετεώρων, ανακαλύπτουμε μύθους και ιστορίες που τυλίγουν τους ιερούς βράχους και περπατάμε ανάμεσα στους ίσκιους τους - στο Καστράκι και στην Καλαμπάκα.
|
Πλησιάζοντας στο Καστράκι θυμάμαι εκείνο το πρώτο συναίσθημα, όταν πριν από χρόνια αντίκρισα έκθαμβη την παράδοξη εικόνα των μετεωρίτικων βράχων να διακόπτουν τη μονοτονία του Θεσσαλικού Κάμπου. Μια λίθινη πολιτεία που αιχμαλωτίζει το βλέμμα και εξάπτει τη φαντασία. Παρόλο που γνώριζα τα Μετέωρα από φωτογραφίες, ήταν μόνο τότε που κατανόησα απόλυτα γιατί οι μοναχοί αναζήτησαν εδώ πριν από 1.000 χρόνια τα επουράνια. Αργεί το πρωινό φως να απλωθεί στο Καστράκι. Είναι ήδη 09.00 και στην πλατεία, το κτίριο του παλιού σχολείου -που σχεδιάζεται μάλιστα να μετατραπεί σε γεωλογικό μουσείο- ακόμα δεν έχει φωτιστεί. Πολλοί έχουν συγκεντρωθεί στο καφενείο και περιμένουν το πρωινό λεωφορείο για την Καλαμπάκα. Το Καστράκι είναι ένας ζωντανός οικισμός, με περίπου 1.200 κατοίκους που ασχολούνται περισσότερο με την κτηνοτροφία αλλά και τον τουρισμό. Ακολουθώ τις στενές ανηφοριές για το Μεσοχώρι ή Παλιό Καστράκι, όπως αλλιώς το ονομάζουν. Αυτός ήταν ο πρώτος πυρήνας του χωριού. Αρκετά παραδοσιακά σπίτια διασώζονται, με ιδιαίτερη αισθητική αξία. Ευτυχώς έχει κηρυχτεί διατηρητέος οικισμός και φαίνεται να υπάρχει ενδιαφέρον αναστήλωσης.
«Πώς νιώθεις όταν ξυπνάς και βλέπεις αυτούς τους πέτρινους όγκους από πάνω σου;» ρωτάω τον ξενοδόχο Θανάση Κούτη καθώς αγναντεύουμε από το Μεσοχώρι τους απέναντι βράχους, των οποίων τα ονόματα σταδιακά εμπεδώνω: Αγιο Πνεύμα, Πυξάρι, Σουρλωτή. «Είναι όπως η θάλασσα για τους νησιώτες», μου απαντάει. «Ανεβαίνω πάνω και νιώθω ελευθερία». Διασημότερος όλων το Αγιο Πνεύμα, όχι μόνο χάρη στην επιβλητική του παρουσία, αλλά και στους μύθους που το ζώνουν. Λέγεται πως το 1348, ο τσάρος των Σέρβων Στέφανος Ντούσαν τοποθέτησε έναν μεγάλο μεταλλικό σταυρό χωρίς ποτέ να βρεθούν σημάδια ασφάλισης στον κάθετο από όλες τις πλευρές βράχο, που έχει ύψος 300 μ. Στον ίδιο βράχο βρίσκεται η σκήτη όπου ανεβαίνουν μέχρι σήμερα όλοι οι κάτοικοι στη γιορτή του Αγίου Πνεύματος, ενώ στην εκ διαμέτρου αντίθετη πλευρά διακρίνεται από μακριά, χάρη στα μαντίλια που ανεμίζουν, το κοίλωμα που φιλοξενούσε τη Μονή Αγίου Γεωργίου του Μαντηλά. Ο μύθος λέει ότι ένας Τούρκος που τραυματίστηκε από το τσεκούρι με το οποίο έκοβε ξύλα, σώθηκε χάρη στη μαντίλα που η γυναίκα του τού έδεσε στο πόδι και προσευχήθηκε στον Αγιο Γεώργιο. Εκτοτε οι νεαροί άντρες του Καστρακίου αναρριχώνται στη γιορτή του για να μοιράσουν τα μαντίλια της προηγούμενης χρονιάς εν είδει φυλακτού και να τοποθετήσουν νέα.
ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΙΣ ΜΟΝΕΣ
Για να κατανοήσεις την αρχέγονη έννοια του μετεωρίτικου μοναχισμού, δεν έχεις παρά να αφήσεις το βλέμμα σου να πλανηθεί στα κοιλώματα που διακόπτουν τα συμπαγή βράχια. Απομεινάρια από ξύλα και σκάλες αποκαλύπτουν τις «φωλιές» των παράτολμων ασκητών που σκαρφάλωναν εδώ πάνω ήδη από τον 9ο αιώνα.
Στο δρόμο από την Καλαμπάκα προς το Καστράκι, αμέσως μετά την ταβέρνα Χάραμα, ένας δρόμος οδηγεί στις μονές του Αγίου Νικολάου του Μπάντοβα και του Αγίου Αντωνίου, που είναι χτισμένες στις κοιλότητες των βράχων αλλά και στα χαρακτηριστικά ασκηταριά του Αγίου Γρηγορίου. Οσο και να προσπαθώ να εντοπίσω την πιο ασφαλή διαδρομή, το σκαρφάλωμα δεν φαίνεται καθόλου απλή υπόθεση. Σταδιακά τον 12ο αιώνα σχηματίζονται οι σκήτες, με πρώτη τη Σκήτη των Σταγών που δημιουργείται από τον ιερομόναχο Νείλο. Κέντρο λατρείας γίνεται το εκκλησάκι της Παναγίας της Δούπιανης, στην οποία συγκεντρώνονται κάθε Κυριακή για να προσευχηθούν.
Οι συνεχείς ληστρικές επιδρομές, όμως, οδηγούν τον 13ο αιώνα στην απαρχή της ανοικοδόμησης των μοναστηριών σε ψηλότερα βράχια, με πρώτο μοναχό τον Οσιο Αθανάσιο τον Μετεωρίτη? καταφτάνει από το Αγιο Ορος, ανεβαίνει το 1343 και ιδρύει τη Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρα (ή Μεγάλο Μετέωρο) στον τεράστιο βράχο που ονομάζεται Πλατύς Λίθος. Οι σκαλωσιές και οι ξύλινες ανεμόσκαλες αντικαθίστανται σταδιακά με το δίχτυ που λειτουργούσε με ξύλινο βαρούλκο για τη μεταφορά υλικών και μοναχών. Ακολουθεί η ίδρυση άλλων 23 μοναστηριών, από τα οποία σήμερα λειτουργούν έξι. Κάποια ακόμα έχουν ανακαινιστεί και ορισμένα ερειπωμένα φαίνονται πλέον σαν δομικό στοιχείο των ίδιων των βράχων. Το δίχτυ χάθηκε κι αυτό. Μετά τη δεκαετία του '20 ξεκινά το σκάλισμα των σκαλιών που οδηγούν μέχρι σήμερα στις μονές, ενώ μικρά τελεφερίκ χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά των υλικών (και ενίοτε των μοναχών). Μια μεγάλη διαδρομή με το αυτοκίνητο, ξεκινώντας από το Καστράκι, αρκεί για να περάσει κανείς από όλες τις εν λειτουργία μονές. Η ανάβαση στα πολυάριθμα σκαλιά τους θέλει καλή αντοχή (εκτός από του Αγίου Στεφάνου), όμως σε όλες υπάρχει ένας λόγος για να σταθείς: πλούσιο αρχείο, σπάνιες εικονογραφήσεις, η αρχιτεκτονική τους…
Ξεκινάω από τη Μονή Αγίου Νικολάου Αναπαυσά, με τις τοιχογραφίες του περίφημου αγιογράφου Θεοφάνη, και τη Μονή Αγίας Βαρβάρας Ρουσάνου με την εκπληκτική θέα σε όλες τις μονές, για να καταλήξω στη Μονή Βαρλαάμ. Ο Πάτερ Βενέδικτος μου μιλάει για την παρακμή των μονών από τον 16ο αιώνα και για τον πατέρα Διονύσιο, ο οποίος στις αρχές της δεκαετίας του '60 άναψε και πάλι τη φλόγα του μετεωρίτικου μοναχισμού. «Περνάει πάρα πολύς κόσμος», μου λέει, «όμως εμείς το θεωρούμε σαν ιεραποστολή. Είμαστε οι συντηρητές αυτών των μνημείων. Προσωπικά δεν έχω πρόβλημα με τους αναρριχητές που κάνουν το χόμπι τους, αλλά με τα παιδιά που έρχονται αργά το βράδυ με τα μηχανάκια τους και τραγουδούν μέσα στη νύχτα καθώς και με τα τροχόσπιτα που κατασκηνώνουν. Ο τόπος έχει ανάγκη να ξεκουράζεται». Η Μονή Μεγάλου Μετεώρου είναι η πιο πολύβουη, με τους Γιαπωνέζους να ξεχωρίζουν ανάμεσα στους ξένους που συρ-ρέουν καθημερινά. Εχει όμως και το μεγαλύτερο πολιτιστικό ενδιαφέρον: τη Μεγάλη Τράπεζα, μήκους 32 μέτρων, με τη Θεολογική Πινακοθήκη, το ιδιαίτερα αξιόλογο λαογραφικό μουσείο με τις καταπληκτικές φωτογραφίες του Μπαλάφα, τα παλιά μαγειρεία, το κελάρι με τα σύνεργα του τρύγου, το οστεοφυλάκιο, το παλιό νοσοκομείο-γηροκομείο με την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική. Ακόμα και εάν δεν γνωρίζεις αν η μονή είναι γυναικεία ή ανδρική, το καταλαβαίνεις στην είσοδο, παρατηρώντας την ευταξία στις φούστες που προσφέρονται.
Η Μονή Αγίου Στεφάνου είναι πρότυπο στην τάξη και την… αυστηρότητα των κανόνων, χάρη στην πολυπληθέστερη κοινότητα των Μετεώρων, που αριθμεί 33 μοναχές, οι περισσότερες νεαρής ηλικίας. Θυμιάματα, αγιογραφίες, κηροπλαστική και βυζαντινή μουσική είναι τα διακονήματα, όπως ονομάζονται οι ενασχολήσεις των μοναχών που κρατούν ζωντανές τις παραδόσεις. Πριν φύγω, μου συστήνουν να επισκεφτώ το υποβλητικό παλιό καθολικό και το ναό του Αγίου Χαραλάμπους με το καταπληκτικό περίτεχνο τέμπλο, σκαλισμένο από Μετσοβίτες ταλιαδόρους. «Οι φιλάργυροι μοιάζουν με τα ζώα που είναι φορτωμένα χρυσαφικά και τρώνε χόρτα», γράφει στον τοίχο της Μονής της Αγίας Τριάδας. Λιτή και απέριττη, ίσως κρατά αλώβητο το χαρακτήρα της τόσο λόγω της ανάβασης αντοχής στα 140 σκαλιά της, όσο και χάρη στους τρεις ανοιχτόκαρδους μοναχούς της.
«Εμείς έχουμε 5 αυτοκίνητα και απέναντι η Μετεώρου 15 λεωφορεία. Ομως η έλλειψη επαφής με τον κόσμο είναι και αυτή προβληματική», με βεβαιώνει ο Πάτερ Δομέτιος. Αν και το να μιλάει κανείς για την ορθόδοξη μοναστική ζωή αποτελεί πάντα έναν ριψοκίνδυνο μετεωρισμό, δεν μπορώ να κρύψω την έκπληξή μου για πτυχές του σύγχρονου μοναχισμού που γνώρισα στα Μετέωρα. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό πώς οι Πατέρες που μονάζουν στους ιερούς βράχους, ένα από τα έργα που καλούνται να επιτελέσουν παράλληλα με τα πνευματικά τους καθήκοντα είναι η αστυνόμευση, φυσική ή μέσω ηλεκτρονικών συστημάτων. Κάτι που προφανώς οφείλεται στη συμπεριφορά των επισκεπτών αλλά και στην έλλειψη, προς το παρόν, μιας χρυσής τομής μεταξύ μοναχικών και κοσμικών καθηκόντων με τη συνεργασία Εκκλησίας και κράτους.
ΒΟΛΤΑ ΣΤΗΝ ΚΑΛΑΜΠΑΚΑ
Η Καλαμπάκα είναι μια πόλη τόσο μικρή ώστε όλοι να ρωτάνε «τίνος είσαι» και τόσο μεγάλη ώστε να μην της λείπει τίποτα: δημόσιες υπηρεσίες, τράπεζες, καταστήματα.
Ξεκινώ την περιήγησή μου από την πλατεία Δημαρχείου και ανηφορίζω προς τα βράχια. Κρύβονται μικροί θησαυροί ανάμεσα στο τσιμέντο. Οπως το παλιό χαλκουργείο του Κώστα Ντρούγια, που ακόμα γαλβανίζει χάλκινα καζάνια και σκαλίζει δίσκους με μεράκι.
Απέναντι, το διάσημο χαλβατζίδικο του Ρόμπου. Χαλβάς σαπουνέ. Οχι Φαρσάλων! Αυτός ήρθε στη συνέχεια. Η γεύση του είναι αντάξια της ιστορίας του.
Ο παππούς Ρόμπος, αγνοούμενος φαντάρος στη Μικρασιατική Καταστροφή, επέστρεψε τελικά στην Καλαμπάκα (μέχρι και μνημόσυνο του είχαν κάνει...) και έχοντας μάθει την ύπαρξη του χαλβά από τους Τούρκους, πήγε στη Λάρισα και το 1924 έφτιαξε τον δικό του. «Ο μοναδικός με βούτυρο που τρώγεται ζεστός», μου λέει ο Διονύσης Γκαντάλης, εκπρόσωπος της τρίτης γενιάς.
Το πιο ιδιότυπο μαγαζί της Καλαμπάκας, όμως, κρύβεται κάτω από ένα σωρό ετερόκλητα αντικείμενα στην οδό Ευθυμίου Βλαχάβα. Κουδούνια, πρόκες, βιβλία, πουλιά σε κλουβιά, πλαστικές κούκλες… μέχρι και Internet έχει. «Εάν ο άνθρωπος είναι περίεργος, πρέπει να ταιριάζει και με το εμπόρευμα.
Οταν είναι συναφή, τα πάνε μια χαρά», μου λέει ο Γιώργος Τότης. Μοιάζει με την Καλαμπάκα το μαγαζί του: άναρχη δόμηση με κρυμμένους θησαυρούς. Πλησιάζοντας στα ριζά των βράχων που υψώνονται στην πάνω πλευρά της πόλης, το τσιμέντο υποχωρεί. Δίνει τόπο στα ψηλά βράχια και στις παλιές κεραμιδένιες σκεπές των σπιτιών του Σοποτού. Ανάμεσά τους βρίσκεται και το καμάρι των Καλαμπακιωτών, ο βυζαντινός ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου του 11ου αιώνα. Είναι διάσημος για τον μαρμάρινο άμβωνα αλλά και για την τοπική παράδοση που θέλει ένα τούνελ να ξεκινά από την Αγία Τράπεζα και να καταλήγει στο φρούριο των Τρικάλων. «Από εδώ ξεκίνησε η ανάπτυξη της Καλαμπάκας τη δεκαετία του '60», με είχε προϊ-δεάσει ο Γιώργος Τότης. «Ακολούθησε η μετανάστευση κυρίως στη Γερμανία και από το '70 κι έπειτα άρχισαν να χτίζονται οικοδομές, έγινε η αναστήλωση των μοναστηριών και έπεσε χρήμα στην περιοχή». Σήμερα όμως ο τουρισμός έχει αλλάξει. «Ερχονται τα ταξιδιωτικά γραφεία και προσπαθούν να καλύψουν χιλιόμετρα, να καλύψουν επισκέψεις για να περιορίσουν τα έξοδα. Εχουν μειωθεί οι ώρες παραμονής εδώ. Ερχονται και φεύγουν. Καταφτάνουν 2,5 εκατομμύρια επισκέπτες ετησίως, αλλά μόνο ένα 15% διαμένει», μου λέει ο δήμαρχος της Καλαμπάκας.
ΔΥΟ ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ
Ο μοναδικός τρόπος για να ξεμπερδέψεις το λίθινο σύμπλεγμα των Μετεώρων είναι να τα περπατήσεις. Μόνο έτσι ο κάθε βράχος παίρνει τη μορφή που αρμόζει στην προσωπικότητά του και στο λαϊκό όνομα που του αποδόθηκε για κάποια εύλογη αιτία. Για παράδειγμα, το περίφημο Αδράχτι διακρίνεται με ευκρίνεια από το Σοποτό της Καλαμπάκας ή από το Μεσοχώρι, αν όμως βρεθείς χαμηλότερα στον κεντρικό δρόμο, φαίνεται σαν ένας απλός βράχος. Το ίδιο και το Δισκοπότηρο και άλλα διάσημα ή άσημα βράχια. Αυτό που δεν είναι καθόλου εύκολο είναι ο εντοπισμός των διανοιγμένων μονοπατιών, που φαίνεται να χάθηκαν μαζί με τους περιπατητές μοναχούς και προσκυνητές.
|
Ο πιο εύκολος περίπατος ξεκινά από τον Αγιο Γεώργιο στο Σοποτό, ακολουθεί το πλακόστρωτο ανηφορικό δρομάκι και καταλήγει στην Αγία Τριάδα μετά από 1 ώρα. Αριστερά υψώνεται ο Αλυσος (ή Αλτσος) με τα ερείπια της Μονής του Αγίου Πέτρου (ο μύθος λέει ότι σ' αυτόν έδεναν τα καράβια όταν η Θεσσαλία ήταν θάλασσα) και πιο πέρα η Αγιά με τα ερείπια των Αγίων Αποστόλων και τα λαξεμένα σκαλιά, ο ψηλότερος βράχος των Μετεώρων. Η θέα από εκεί είναι μοναδική! Ενας δυσκολότερος περίπατος ξεκινά από την κεντρική πλατεία στο Καστράκι και καταλήγει στη Μονή Μεγάλου Μετεώρου ή εναλλακτικά στη Μονή Βαρλαάμ μετά από 1,5 ώρα. Ακολουθώντας το δρόμο που περνά από τον Αγιο Γεώργιο τον Μαντηλά και συνεχίζοντας τον κεντρικό χωματόδρομο που προσφέρει πανοραμική θέα, φτάνει κανείς στον κεντρικό ασφαλτόδρομο.
Η ταμπέλα στην απέναντι πλευρά δείχνει προς Μονή Βαρλαάμ και από εδώ ξεκινά το ανηφορικό μονοπάτι που απαιτεί αντοχή και καλά παπούτσια. Περνάς από τη Δρακοσπηλιά και στη διακλάδωση που συναντάς σε χαρακτηριστικό πλάτανο, πας είτε αριστερά προς Μεγάλο Μετέωρο είτε δεξιά προς Βαρλαάμ. Δεν υπάρχει βράχος που να εικονογραφεί την έννοια του μετεωρισμού τόσο ευκρινώς όσο το Δισκοπότηρο. Ενας μεγάλος όγκος (ο δίσκος) και στην αριστερή πλευρά επικάθεται ένα κομμάτι βράχου (το ποτήρι). Με το βλέμμα μου μετράω το πέρασμα ανάμεσα στα δύο βράχια, που είναι όσο το άνοιγμα των ποδιών μου.
Από κάτω, μοιάζει ένα βήμα. Και όμως, όταν βρίσκεσαι εκεί πάνω και αντικρίζεις ανάμεσα στα πόδια σου το χάος, νομίζεις πως είναι αδύνατον να τα καταφέρεις. Κλείνω τα μάτια για να κάνω τη δρασκελιά. Πέφτω. Το σκοινί με κρατάει. Κοιτάζω κάτω το Καστράκι, απέναντι τις μονές. Διατηρητέο και Προστατευόμενο Μνημείο της Ανθρωπότητας από την UNESCO και «τόπος ιερός, απαραβίαστος και αναλλοίωτος» από τη μία πλευρά. Θρησκευτικό προσκύνημα, παγκόσμιος αναρριχητικός προορισμός και πόλος έλξης οργανωμένου τουρισμού από την άλλη. «Είναι πάνω απ' όλα θέμα ισορροπίας», μου φωνάζει ο σχοινοσύντροφός μου καθώς με τραβάει επάνω.