Το Γερμανικό Πολεμικό Ναυτικό και η αντίσταση κατά του Χίτλερ (Μέρος Α΄)
Γράφει ο Δρ. Ηλίας Ηλιόπουλος*
Αντί προλόγου
«Η παράδοση της ναυτοσύνης πηγάζει από την αυτοσυνειδησία του Ανθρώπου καθώς έρχεται αντιμέτωπος με την Θάλασσα. Είναι μία παράδοση αγώνα και θυσίας. Η Θάλασσα διαπλάθει τον Άνθρωπο.
Καλλιεργεί το ελεύθερο πνεύμα, την ισχυρή βούληση, αλλά και την εσώτερη σεμνότητα, αφυπνίζει την συνείδηση... Γενιές και γενιές ναυτικών ανατράφηκαν και ανδρώθηκαν με αυτά τα χαρακτηριστικά της Θάλασσας. Με τέτοιο υλικό πλάσθηκε μία συντροφικότητα, που όμοιά της δεν βρίσκει κανείς παρά μόνον στην Θάλασσα...
Η ναυτοσύνη αξιώνει όλο το είναι του Ανθρώπου. Η υπηρεσία στο κατάστρωμα θέλει άνδρες με πνεύμα αυτεξούσιο και συναίσθηση ευθύνης, αποφασιστικούς και επίμονους, καρτερικούς αλλά και έτοιμους να θυσιάσουν το μέρος υπέρ του όλου...
Χρειάζεται όμως και σύμβολα. Διότι είναι στα σύμβολα που σαρκώνεται η ναυτική παράδοση, γίνεται ορατή – και δεσμευτική. Σύμβολα μπορούν να αποτελέσουν πρόσωπα, πράγματα, ονόματα.»
(Από την Ημερήσια Διαταγή του Γενικού Επιθεωρητού του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Ναυτικού, Αντιναυάρχου Φρειδερίκου Ρούγκε (Friedrich Ruge), της 27ης Φεβρουαρίου 1957: «Για την συντήρηση της Παραδόσεως»).
Τα ονόματα των Αξιωματικών του Γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού, η διαδρομή των οποίων αποτελεί το θέμα του ανά χείρας πονήματος, αναδείχθηκαν σε σύμβολα της Ναυτικής Ιστορίας – και του αγώνα για την υπεράσπιση της τιμής του Πολεμικού Ναυτικού από την βεβήλωση του Φασισμού, αλλά και για την διαφύλαξη του ελευθέρου πνεύματος, των ανθρωπιστικών και δημοκρατικών αρχών και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Εισαγωγική παρατήρηση
Η ιστορική έρευνα διακρίνει τρεις περιόδους και, συνακόλουθα, τρεις ομάδες Αξιωματικών του Γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού που, κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο, συμμετείχαν στην Αντίσταση εναντίον του χιτλερικού καθεστώτος, από το έτος 1938 μέχρι το καλοκαίρι του 1944, οπότε και έλαβε χώρα η απόπειρα δολοφονίας του Αδόλφου Χίτλερ, εκ μέρους του λεγομένου «Κύκλου των Αξιωματικών της 20ής Ιουλίου»:
– Στην πρώτη ομάδα, η οποία διακρίνεται ήδη από το 1938, συγκαταλέγονται ο Ναύαρχος Γουλιέλμος Κανάρης (Wilhelm Canaris) καθώς επίσης και ο Aντιπλοίαρχος Δρ. Φραγκίσκος-Μάριος Λήντιχ (Franz-Maria Liedig).
– Στην δεύτερη ομάδα συγκαταλέγεται ο Ανώτερος Ναυτοδίκης Berthold Schenk Graf von Stauffenberg, αδελφός του Συνταγματάρχου Claus Schenk Graf von Stauffenberg, του εκ των πρωταιτίων και φυσικού αυτουργού της δολοφονικής απόπειρας κατά του Χίτλερ την 20η Ιουλίου του 1944. Ο Αξιωματικός της Ναυτικής Δικαιοσύνης ανήκε στον πυρήνα του Κύκλου της 20ης Ιουλίου, και τα αίτια πρέπει να αναζητηθούν στο προσωπικό του αξιακό σύστημα, στην εν γένει κοινωνική του δραστηριότητα καθώς και στις επικοινωνίες που είχε με παράγοντες της λεγομένης «Εθνικο-Συντηρητικής Αντιπολιτεύσεως» (National-konservative Opposition).
– Στην τρίτη ομάδα συγκαταλέγεται ο Πλωτάρχης Αλφρέδος Κράντσφελντερ (Alfred Kranzfelder), ο οποίος, ορμώμενος επίσης εκ των προσωπικών του αρχών και πεποιθήσεων, αλλά και χάρις στον προσωπικό σύνδεσμό του με τον εκλεκτό φίλο και συνάδελφό του, Αξιωματικό του Πολεμικού Ναυτικού Berthold von Stauffenberg, προσχώρησε στην Αντίσταση κατά του ναζιστικού καθεστώτος [1].
Ο Ναύαρχος Κανάρης
Ο Ναύαρχος Γουλιέλμος Φραγκίσκος Κανάρης (Wilhelm Franz Canaris), γεννηθείς την Πρωτοχρονιά του 1887, αποτελεί μία προσωπικότητα που, στο διάβα του χρόνου, δεν έπαυσε να προσελκύει το ενδιαφέρον των ερευνητών και να αποτελεί, κατά παράξενο ίσως τρόπο, μιαν από τις δημοφιλέστερες μορφές της εποχής του Τρίτου Ράιχ – συνάμα δε και μιαν από τις πλέον αινιγματικές, αφού η προσωπική, επαγγελματική και πολιτική διαδρομή του συνοδεύεται από πολλές αντιφάσεις, ενώ οι επανειλημμένες απόπειρες της βιογραφίας του, που έγιναν κατά καιρούς, κυμάνθηκαν μεταξύ αγιογραφίας και πλήρους απορρίψεως. Έτσι, άλλοι τον εμφάνισαν ως απολύτως συνυπεύθυνο των πράξεων της ναζιστικής Γερμανίας, ή και ως εγκληματία πολέμου ακόμη, όχι λιγότερο ένοχο από ό,τι οι λοιποί στρατιωτικοί και πολιτικοί ιθύνοντες του καθεστώτος εκείνου, [2] ενώ άλλοι, πάλι, τον παρουσίασαν ως κατ’ εξοχήν πατριώτη, ορκισμένο αντίπαλο του Ναζισμού και εμβληματική μορφή της Αντιστάσεως, που έσωσε την τιμή του Πολεμικού Ναυτικού, των Ενόπλων Δυνάμεων και της ιδίας της Γερμανίας [3].
Είναι ίσως αξιοσημείωτο ότι αυτήν την αντίληψη, του ωραίου Αξιωματικού του Πολεμικού Ναυτικού, ο οποίος προσπαθεί να διασώσει την προσωπική του τιμή και την τιμή του Όπλου, αλλά και της Πατρίδας τελικώς, και ανθίσταται στην χιτλερική βαρβαρότητα, την απαντά κανείς ευρέως διαδεδομένη στην γενεά των Γερμανών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου καθώς και στην αμέσως επόμενη μεταπολεμική γενεά, και το γεγονός δεν είναι άσχετο με την θεαματική επιτυχία που είχε η κλασσική ταινία του παλαιού γερμανικού κινηματογράφου «Κανάρης» (αντιστοίχου του ελληνικού κινηματογράφου της δεκαετίας του ’50 και του ’60), με τους εξαιρετικά δημοφιλείς, μεταξύ των παλαιοτέρων ηλικιών, Γερμανούς ηθοποιούς Ο. E. Hasse (στον κεντρικό ρόλο του Ναυάρχου Κανάρη) και Martin Held (στον ρόλο του Στρατηγού των SS Ράϊνχαρντ Χάϋντριχ).
Περί τα μέσα της δεκαετίας του ’70, και στο πνεύμα της αμφισβήτησης που ενσάρκωνε η λεγόμενη «γενιά του ’68» (ανάλογη της «γενιάς του ’73», παρ’ ημίν), ο ιστορικός Χάιντς Χαίλε (Heinz Höhle) επέτυχε να παρουσιάσει μιαν αρκετά διαφοροποιημένη από τις προγενέστερες και εξαιρετικά ισορροπημένη βιογραφία του Ναυάρχου Κανάρη, συνεκτιμώντας ιδιαιτέρως την ανατροφή και τον εγκοινωνισμό του νεαρού Αξιωματικού του (τότε ακόμη) Αυτοκρατορικού Ναυτικού, την εποχή του Δευτέρου Γερμανικού Ράιχ και του Κάϊζερ Γουλιέλμου (Kaiser Wilhelm), την θητεία του κατά την ταραχώδη περίοδο της μεσοπολεμικής γερμανικής «Δημοκρατίας της Βαϊμάρης» (Weimarer Republik), καθώς επίσης και την εν γένει συγκρότηση της προσωπικότητάς του [4].
Η καμπάνα του SMS Dresden. Μουσείο Στρατιωτικής
Ιστορίας, Δρέσδη. (Militärhistorisches Museum der Bundeswehr,
Dresden) ΦΩΤΟ: http://www.mhmbw.de/
Ο Βίλχελμ Κανάρης ενετάχθη στο Γερμανικό Αυτοκρατορικό Ναυτικό (Kaiserliche Marine) το έτος 1905, και το 1908 απέκτησε τον βαθμό του Aνθυποπλοιάρχου. Η έκρηξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, το 1914, τον βρήκε επί της «Δρέσδης», όπου υπηρετούσε από το 1912 (Kreuzer “Dresden”).
Το πλοίο του βυθίζεται, και ο ίδιος κατορθώνει να διασωθεί κατά τρόπον πραγματικά περιπετειώδη και θεαματικό. Επιστρέφει στην Γερμανία μέσω Ισπανίας, για να επανενταχθεί στις τάξεις των μαχομένων συμπατριωτών του, και το 1917 προάγεται σε Υποπλοίαρχο. Εν τω μεταξύ, έχει μετατεθεί στα Υποβρύχια. Μετά τον πόλεμο, ο Κανάρης διάγει ένα διάστημα στο Βερολίνο, γεγονός που θα αποτελέσει την βάση της φημολογούμενης, έκτοτε, διασυνδέσεώς του με την δολοφονία της Ρόζας Λούξεμπουργκ (Rosa Luxemburg) και του Καρόλου Λήμπκνεχτ (Karl Liebknecht), δύο ηγετικών στελεχών του επαναστατικού Σπαρτακιστικού (Κομμουνιστικού) Κινήματος και των εξεγέρσεων του 1919-20. Παρ’ ότι ο Κανάρης φαίνεται να ήταν άμοιρος της εξελίξεως αυτής, η σκιά της ενδεχόμενης συνενοχής του στην δολοφονία των προαναφερθεισών εμβληματικών μορφών του γερμανικού Σπαρτακιστικού Κινήματος φαίνεται πως έμεινε ανεξίτηλα χαραγμένη επάνω του [5]. Το 1919 υπηρετεί, κατ’ αρχάς, ως Αξιωματικός-Σύνδεσμος του Ναυαρχείου στο Στρατηγείο της Μεραρχίας του Ιππικού της Φρουράς, στο Βερολίνο. Εν συνεχεία, μετατίθεται στο Υπασπιστήριο του Σοσιαλδημοκράτη Υπουργού Αμύνης Γουσταύου Νόσκε (Gustav Noske), ο οποίος και διαδραμάτισε τον κύριο και αποφασιστικό πολιτικό ρόλο στην ένοπλη καταστολή των κομμουνιστικών εξεγέρσεων που συντάραξαν την ηττημένη Γερμανία αμέσως μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και απείλησαν σοβαρά την νεοσύστατη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Εκ της θέσεώς του εκείνης, ο Κανάρης έχει την δυνατότητα να αναπτύξει σειρά επαφών με την Διοίκηση του Ναυτικού [6].
Το 1920 εκρήγνυται το κίνημα της άλλης πλευράς, που κατέστη γνωστό στην ιστοριογραφία ως «Κίνημα Καππ-Λύττβιτς» (Kapp-Luettwitz-Putsch), από τα ονόματα των πρωτεργατών του. Ακολουθώντας, όπως τόσοι άλλοι συνάδελφοί του, τον Ναύαρχο φον Τρότα (von Trotha), ο Κανάρης συντάσσεται και αυτός με την νέα επαναστατική εθνικιστική κυβέρνηση του Στρατιωτικού Διοικητού Βερολίνου, Στρατηγού Βάλτερ φον Λύττβιτς (Walter von Luettwitz). Το κίνημα, ωστόσο, έληξε άδοξα, και μια πλειάδα Αξιωματικών συνελήφθησαν, μεταξύ των οποίων και ο Κανάρης. Κινήματα και αντικινήματα ήταν κάτι το σύνηθες τα ταραγμένα εκείνα χρόνια, και οι συλλαμβανόμενοι αμνηστεύονταν ή αφήνονταν ελεύθεροι μετ’ ου πολύ. Έτσι, όταν ηρέμησαν τα πράγματα, ο Κανάρης διετάχθη να εγκαταλείψει το Βερολίνο και τοποθετήθηκε ως Αξιωματικός του Ναυαρχείου στον Ναύσταθμο της Βαλτικής Θαλάσσης – ή Ανατολικής Θαλάσσης, όπως λέγεται στην Γερμανική (Ostsee). To 1922 τοποθετείται ως Πρώτος Αξιωματικός στο «Βερολίνο» (Κreuzer Berlin), για να μετατεθεί αργότερα και πάλι στην πρωτεύουσα, και να αναλάβει μιαν λεπτή και υψηλής σημασίας θέση: την ευθύνη των εμπιστευτικών επιχειρήσεων, για λογαριασμό του Υπουργείου των Ναυτικών του Ράιχ, στο εξωτερικό. Συγχρόνως, καθ’ όλη την διάρκεια της δεκαετίας του ’20, ο Κανάρης διατηρεί επαφές με τον ευρύτερο εθνικιστικό χώρο, και δη με τον λεγόμενο «Σύνδεσμο των Βίκιγκς» (Wiking-Bund), ενώ παραμένει συναισθηματικά συνδεδεμένος με τους πρώην μαχητές των λεγομένων «Ελευθέρων Σωμάτων» (Frei Korps), που είχαν προκύψει από την (διαταχθείσα από τις Νικήτριες Δυνάμεις) ευρύτατης κλίμακας αποστράτευση και συρρίκνωση του Γερμανικού Στρατού και είχαν διαδραματίσει καίριο ρόλο στην καταστολή των κομμουνιστικών εξεγέρσεων του 1919 [7]. Το 1928 μετετέθη στον λιμένα του Βίλχελμσχάφεν και ανέλαβε καθήκοντα Πρώτου Αξιωματικού στην «Σιλεσία» (Schlesien). Την 1η Δεκεμβρίου του 1929 προήχθη σε Αντιπλοίαρχο. Από 29ης Σεπτεμβρίου του επομένου έτους (1930) υπηρετεί ως Επιτελάρχης του Ναυστάθμου Βορείου Θαλάσσης. Την 1η Οκτωβρίου 1931 προήχθη σε Πλοίαρχο και ανέλαβε την 29η Σεπτεμβρίου 1932 Κυβερνήτης της «Σιλεσίας» μέχρι τέλους Σεπτεμβρίου 1934.
Βασιλόφρων, όπως άλλωστε πλείστοι όσοι συνάδελφοί του, Αξιωματικοί του Ναυτικού, διόλου ικανοποιημένος με την γενικότερη πολιτική, κοινωνική και οικονομική κατάσταση της Γερμανίας τον καιρό του Μεσοπολέμου και τις επιδόσεις της ατυχούς Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και φέροντας και αυτός, όπως η τεράστια πλειοψηφία του γερμανικού λαού, βαρέως τους επαχθείς όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών, που είχαν επιβάλει οι νικητές στους ηττημένους, ο Κανάρης χαιρέτησε και αυτός (όπως τόσοι άλλοι), κατ’ αρχήν και κατ’ αρχάς, την άνοδο του Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος (NSDAP: Nationalsozialistische Deutsche Arbeiterpartei) και του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία, τον Ιανουάριο του 1933. Όπως τόσοι άλλοι σύγχρονοί του, Αξιωματικοί αλλά και απλοί πολίτες, προσδοκούσε την εθνική ανάταση της Γερμανίας, την απελευθέρωσή της από τα δεσμά της «Καρχηδονίου Ειρήνης» των Βερσαλλιών, την ικανοποίηση των (ευρέως θεωρουμένων ως δικαίων και λελογισμένων) εθνικών πόθων (επιστροφή εδαφών που αποσπάσθηκαν βάσει της Συνθήκης των Βερσαλλιών από την Γερμανία και παραχωρήθηκαν στην Πολωνία, την Τσεχοσλοβακία κ.λ.π., και στα οποία εδάφη κατοικούσαν συμπαγείς γερμανικοί πληθυσμοί), την οικονομική εξυγίανση της δεινώς χειμαζόμενης από το Διεθνές Οικονομικό Κραχ χώρας, την αντιμετώπιση του εκρηκτικού προβλήματος των 6.000.000 ανέργων, την αποκατάσταση του κύρους της χώρας διεθνώς κ.ο.κ. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί και η ιδιαίτερη γοητεία που ασκούσε η «τεχνοκρατική» πλευρά του νέου καθεστώτος – με την έμφαση που έδιδε στην πρόοδο, στην σύγχρονη τεχνολογία κ.λ.π. – μεταξύ, ιδιαιτέρως, των Αξιωματικών του Ναυτικού [8].
Εν τούτοις, γρήγορα άρχισε να υποχωρεί ο αρχικός ενθουσιασμός του Κανάρη για την προσδοκώμενη εθνική αναγέννηση. Το γεγονός δεν διέλαθε την προσοχή των κομματικών στελεχών και έτσι, στις 29 Σεπτεμβρίου του 1934, αντί να μετατεθεί στο Βερολίνο, όπως ήλπιζε, τοποθετείται Διοικητής του Ναυτικού Οχυρού Σβίνεμυντε – μία προδήλως κακή μετάθεση: Ο ίδιος θεωρούσε ότι είχε πλέον επέλθει το τέλος της σταδιοδρομίας του.
Ωστόσο, λίαν απροσδοκήτως, την 1η Ιανουαρίου του 1935 καλείται στο Βερολίνο για να αναλάβει καθήκοντα Διευθυντού του Τμήματος Αντικατασκοπίας του Υπουργείου Αμύνης του Ράιχ, το οποίο, από τον Μάρτιο του 1938 μετονομάζεται σε Γραφείο Αντικατασκοπίας / Εξωτερικού (Amt Ausland/ Abwehr) της Ανωτάτης Στρατιωτικής Διοικήσεως (OKW: Oberkommando der Wehrmacht). Η μετάθεση αυτή, η οποία υπήρξε αρκούντως αιφνίδια και αινιγματική, αποτέλεσε δε κυριολεκτικά ένα σημαδιακό γεγονός στην περαιτέρω πορεία και εξέλιξη του Κανάρη, φαίνεται ότι οφειλόταν σε μια σειρά συμπτώσεων και συνεργειών της τύχης: Ο προκάτοχός του στο αξίωμα του Διευθυντού Αντικατασκοπίας στο Υπουργείο Αμύνης του Ράιχ, Πλοίαρχος Conrad Patzig, συνέστησε ενθέρμως τον Κανάρη για την πλήρωση της θέσεως, ένεκα της σωρευμένης εμπειρίας του τελευταίου στους τομείς των πληροφοριών και των εμπιστευτικών αποστολών, ιδίως των μυστικών εξοπλιστικών προγραμμάτων, καθώς και της αξιοσημείωτης γλωσσομάθειάς του. Επιπροσθέτως, ο Υπουργός Αμύνης, Αντιστράτηγος Βέρνερ φον Μπλόμπεργκ (Werner von Blomberg), επεδίωκε, τοποθετώντας τον Κανάρη ως επικεφαλής της Αντικατασκοπίας, να ανασχέσει δι’ αυτού του τρόπου την προσπάθεια της Υπηρεσίας Ασφαλείας των SS να οικειοποιηθεί τον κρισιμότατο αυτόν τομέα, ενώ και ο Αρχηγός Ναυτικού, Ναύαρχος Ερρίκος Ραίντερ (Erich Raeder), επιζητούσε, με τον ίδιο τρόπο, να διασφαλίσει εκείνη την θέση-κλειδί υπέρ του Ναυτικού, και για τον λόγο αυτό συμφώνησε στην τοποθέτηση εκεί του Κανάρη, μολονότι φαίνεται ότι δεν του ήταν ιδιαιτέρως συμπαθής, προσωπικώς [9].
Ο Κανάρις αναδιοργάνωσε την Abwehr (Άμπβερ) δημιουργώντας
τρία τμήματα: Κατασκοπείας, Αντικατασκοπείας και Δολιοφθορών.
Στη φωτογραφία εικονίζονται άνδρες της Abwehr να εκπαιδεύονται
σε συστήματα ακρόασης ραδιοεκπομπών, 1939.
ΦΩΤΟ: Deutsches Bundesarchiv.
Από την άλλη πλευρά, η συγκυρία υπήρξε εξόχως ευμενής για τον Κανάρη κατά τούτο: στην κορυφή της νεοσύστατης Υπηρεσίας Ασφαλείας SD (Sicherheitsdienst) των SS ευρέθη ο μέχρι πρό τινος Αξιωματικός του Ναυτικού Ράϊνχαρντ Χάϋντριχ (Reinhard Heydrich), ο οποίος έμελλε να αναδειχθεί, για πολλούς, στην υπ’ αριθμόν 3 ηγετική μορφή του καθεστώτος, μετά τον Χίτλερ και τον Αρχηγό των SS Χίμμλερ. Ο Κανάρης συνδεόταν με μακρά προσωπική γνωριμία και φιλία με τον νέο και ραγδαία ανερχόμενο ισχυρό άνδρα της Γερμανίας, ο οποίος τον Απρίλιο του 1931 είχε εγκαταλείψει το Πολεμικό Ναυτικό για να ενταχθεί στο ναζιστικό κόμμα και να αναλάβει υψηλή θέση στην εκκολαπτόμενη νέα ιθύνουσα πολιτική ελίτ.
Εξ άλλου, για την προπαγάνδα του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος ο Κανάρης έμοιαζε να αποτελεί, κατά το κοινώς λεγόμενο, «λαχείο», λόγω της δημοτικότητάς του, αφού ήδη τον περιέβαλλε ο θρύλος του «αρχικατασκόπου του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου» αλλά και του ανθρώπου που, με απαράμιλλο θάρρος, υπομονή, επιμονή και πίστη στην επιβίωση, κατόρθωσε να διασωθεί και κατά τρόπον συναρπαστικό να επιστρέψει στην υπηρεσία του για να συνεχίσει να μάχεται για την Γερμανία [10].
http://perialos.blogspot.gr/2014/01/blog-post_23.html
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Για μία πληρέστερη εικόνα για την Αντίσταση των Στρατιωτικών κατά του Ναζισμού όρα την έκδοση του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Γραφείου Ερευνών
Στρατιωτικής Ιστορίας: Μilitaergeschichtliches Forschungsamt (Hrsg.), Der
militaerische Widerstand gegen Hitler und das NS-Regime 1933-1945, Herford / Bonn, 1984. Όρα επίσης την έκδοση των περίφημων «Αναφορών» του Καλτενμπρούννερ (“Kaltenbrunner-Berichte”), Αρχηγού της Κρατικής Ασφαλείας και της Υπηρεσίας Ασφαλείας (SD) των SS: Jacobsen, Hans-Adolf, “Spiegelbild einer Verschwoerung”. Die Opposition gegen Hitler und der Staatsstreich vom 20. Juli 1944 in der SD-Berichterstattung. Geheime Dokumente aus dem ehemaligen Reichssicherheitshauptamt, τόμοι 2, Stuttgart, 1984.
[2] Aυτή είναι η περίπτωση του Kurt Singer στο έργο του: Spies and Traitors of
World War II, New York 1945, ενώ συναφώς βλέπε και Trevor-Roper, Hugh R., Hitlers letzte Tage, Zuerich, 1946.
[3] Όρα Abshagen, Karl Heinz, Canaris, Patriot und Weltbuerger, Stuttgart, 1949. Καθώς επίσης και το συναφές έργο του Rudolf Pechel για την Γερμανική Αντίσταση: Deutscher Widerstand, Zuerich, 1947.
[4] Όρα Hoehne, Heinz, Canaris. Patriot im Zwielicht, Muenchen, 1978.
[5] Βλέπε Brissaud, Andre, Canaris. Chef des deutschen Geheimdienstes, Frankfurt am Main, 1979 (έκδοση γαλλικού πρωτοτύπου: Paris, 1970), σελ. 26 και εξής.
[6] Όρα Hoehne, σελ. 81.
[7] Εκτενέστερα για την δράση των «Frei Korps» όρα: Ηλιόπουλου, Ηλία, «Η
Εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης», Ιστορικά Θέματα, τεύχ. 46,
Δεκέμβριος 2005, σελ. 92-104.
[8] Ηoehne, σελ. 132 κ. εξ.
[9] Όρα ανωτέρω, σελ. 81, 124, 127, 163.
[10] Meinl, Susanne, Nationalsozialisten gegen Hitler. Die nationalrevolutionaere
Opposition um Friedrich Wilhelm Heinz, Berlin, 2000, σελ. 242.
*Διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής (Dr. phil) του Λουδοβικείου-Μαξιμιλιανείου Πανεπ/μίου Μονάχου
30/01/2014
Αντί προλόγου
«Η παράδοση της ναυτοσύνης πηγάζει από την αυτοσυνειδησία του Ανθρώπου καθώς έρχεται αντιμέτωπος με την Θάλασσα. Είναι μία παράδοση αγώνα και θυσίας. Η Θάλασσα διαπλάθει τον Άνθρωπο.
Καλλιεργεί το ελεύθερο πνεύμα, την ισχυρή βούληση, αλλά και την εσώτερη σεμνότητα, αφυπνίζει την συνείδηση... Γενιές και γενιές ναυτικών ανατράφηκαν και ανδρώθηκαν με αυτά τα χαρακτηριστικά της Θάλασσας. Με τέτοιο υλικό πλάσθηκε μία συντροφικότητα, που όμοιά της δεν βρίσκει κανείς παρά μόνον στην Θάλασσα...
Η ναυτοσύνη αξιώνει όλο το είναι του Ανθρώπου. Η υπηρεσία στο κατάστρωμα θέλει άνδρες με πνεύμα αυτεξούσιο και συναίσθηση ευθύνης, αποφασιστικούς και επίμονους, καρτερικούς αλλά και έτοιμους να θυσιάσουν το μέρος υπέρ του όλου...
Χρειάζεται όμως και σύμβολα. Διότι είναι στα σύμβολα που σαρκώνεται η ναυτική παράδοση, γίνεται ορατή – και δεσμευτική. Σύμβολα μπορούν να αποτελέσουν πρόσωπα, πράγματα, ονόματα.»
(Από την Ημερήσια Διαταγή του Γενικού Επιθεωρητού του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Ναυτικού, Αντιναυάρχου Φρειδερίκου Ρούγκε (Friedrich Ruge), της 27ης Φεβρουαρίου 1957: «Για την συντήρηση της Παραδόσεως»).
Τα ονόματα των Αξιωματικών του Γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού, η διαδρομή των οποίων αποτελεί το θέμα του ανά χείρας πονήματος, αναδείχθηκαν σε σύμβολα της Ναυτικής Ιστορίας – και του αγώνα για την υπεράσπιση της τιμής του Πολεμικού Ναυτικού από την βεβήλωση του Φασισμού, αλλά και για την διαφύλαξη του ελευθέρου πνεύματος, των ανθρωπιστικών και δημοκρατικών αρχών και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Εισαγωγική παρατήρηση
Η ιστορική έρευνα διακρίνει τρεις περιόδους και, συνακόλουθα, τρεις ομάδες Αξιωματικών του Γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού που, κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο, συμμετείχαν στην Αντίσταση εναντίον του χιτλερικού καθεστώτος, από το έτος 1938 μέχρι το καλοκαίρι του 1944, οπότε και έλαβε χώρα η απόπειρα δολοφονίας του Αδόλφου Χίτλερ, εκ μέρους του λεγομένου «Κύκλου των Αξιωματικών της 20ής Ιουλίου»:
– Στην πρώτη ομάδα, η οποία διακρίνεται ήδη από το 1938, συγκαταλέγονται ο Ναύαρχος Γουλιέλμος Κανάρης (Wilhelm Canaris) καθώς επίσης και ο Aντιπλοίαρχος Δρ. Φραγκίσκος-Μάριος Λήντιχ (Franz-Maria Liedig).
– Στην δεύτερη ομάδα συγκαταλέγεται ο Ανώτερος Ναυτοδίκης Berthold Schenk Graf von Stauffenberg, αδελφός του Συνταγματάρχου Claus Schenk Graf von Stauffenberg, του εκ των πρωταιτίων και φυσικού αυτουργού της δολοφονικής απόπειρας κατά του Χίτλερ την 20η Ιουλίου του 1944. Ο Αξιωματικός της Ναυτικής Δικαιοσύνης ανήκε στον πυρήνα του Κύκλου της 20ης Ιουλίου, και τα αίτια πρέπει να αναζητηθούν στο προσωπικό του αξιακό σύστημα, στην εν γένει κοινωνική του δραστηριότητα καθώς και στις επικοινωνίες που είχε με παράγοντες της λεγομένης «Εθνικο-Συντηρητικής Αντιπολιτεύσεως» (National-konservative Opposition).
– Στην τρίτη ομάδα συγκαταλέγεται ο Πλωτάρχης Αλφρέδος Κράντσφελντερ (Alfred Kranzfelder), ο οποίος, ορμώμενος επίσης εκ των προσωπικών του αρχών και πεποιθήσεων, αλλά και χάρις στον προσωπικό σύνδεσμό του με τον εκλεκτό φίλο και συνάδελφό του, Αξιωματικό του Πολεμικού Ναυτικού Berthold von Stauffenberg, προσχώρησε στην Αντίσταση κατά του ναζιστικού καθεστώτος [1].
Ο Ναύαρχος Κανάρης
Ο Ναύαρχος Γουλιέλμος Φραγκίσκος Κανάρης (Wilhelm Franz Canaris), γεννηθείς την Πρωτοχρονιά του 1887, αποτελεί μία προσωπικότητα που, στο διάβα του χρόνου, δεν έπαυσε να προσελκύει το ενδιαφέρον των ερευνητών και να αποτελεί, κατά παράξενο ίσως τρόπο, μιαν από τις δημοφιλέστερες μορφές της εποχής του Τρίτου Ράιχ – συνάμα δε και μιαν από τις πλέον αινιγματικές, αφού η προσωπική, επαγγελματική και πολιτική διαδρομή του συνοδεύεται από πολλές αντιφάσεις, ενώ οι επανειλημμένες απόπειρες της βιογραφίας του, που έγιναν κατά καιρούς, κυμάνθηκαν μεταξύ αγιογραφίας και πλήρους απορρίψεως. Έτσι, άλλοι τον εμφάνισαν ως απολύτως συνυπεύθυνο των πράξεων της ναζιστικής Γερμανίας, ή και ως εγκληματία πολέμου ακόμη, όχι λιγότερο ένοχο από ό,τι οι λοιποί στρατιωτικοί και πολιτικοί ιθύνοντες του καθεστώτος εκείνου, [2] ενώ άλλοι, πάλι, τον παρουσίασαν ως κατ’ εξοχήν πατριώτη, ορκισμένο αντίπαλο του Ναζισμού και εμβληματική μορφή της Αντιστάσεως, που έσωσε την τιμή του Πολεμικού Ναυτικού, των Ενόπλων Δυνάμεων και της ιδίας της Γερμανίας [3].
Είναι ίσως αξιοσημείωτο ότι αυτήν την αντίληψη, του ωραίου Αξιωματικού του Πολεμικού Ναυτικού, ο οποίος προσπαθεί να διασώσει την προσωπική του τιμή και την τιμή του Όπλου, αλλά και της Πατρίδας τελικώς, και ανθίσταται στην χιτλερική βαρβαρότητα, την απαντά κανείς ευρέως διαδεδομένη στην γενεά των Γερμανών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου καθώς και στην αμέσως επόμενη μεταπολεμική γενεά, και το γεγονός δεν είναι άσχετο με την θεαματική επιτυχία που είχε η κλασσική ταινία του παλαιού γερμανικού κινηματογράφου «Κανάρης» (αντιστοίχου του ελληνικού κινηματογράφου της δεκαετίας του ’50 και του ’60), με τους εξαιρετικά δημοφιλείς, μεταξύ των παλαιοτέρων ηλικιών, Γερμανούς ηθοποιούς Ο. E. Hasse (στον κεντρικό ρόλο του Ναυάρχου Κανάρη) και Martin Held (στον ρόλο του Στρατηγού των SS Ράϊνχαρντ Χάϋντριχ).
Περί τα μέσα της δεκαετίας του ’70, και στο πνεύμα της αμφισβήτησης που ενσάρκωνε η λεγόμενη «γενιά του ’68» (ανάλογη της «γενιάς του ’73», παρ’ ημίν), ο ιστορικός Χάιντς Χαίλε (Heinz Höhle) επέτυχε να παρουσιάσει μιαν αρκετά διαφοροποιημένη από τις προγενέστερες και εξαιρετικά ισορροπημένη βιογραφία του Ναυάρχου Κανάρη, συνεκτιμώντας ιδιαιτέρως την ανατροφή και τον εγκοινωνισμό του νεαρού Αξιωματικού του (τότε ακόμη) Αυτοκρατορικού Ναυτικού, την εποχή του Δευτέρου Γερμανικού Ράιχ και του Κάϊζερ Γουλιέλμου (Kaiser Wilhelm), την θητεία του κατά την ταραχώδη περίοδο της μεσοπολεμικής γερμανικής «Δημοκρατίας της Βαϊμάρης» (Weimarer Republik), καθώς επίσης και την εν γένει συγκρότηση της προσωπικότητάς του [4].
Η καμπάνα του SMS Dresden. Μουσείο Στρατιωτικής
Ιστορίας, Δρέσδη. (Militärhistorisches Museum der Bundeswehr,
Dresden) ΦΩΤΟ: http://www.mhmbw.de/
Ο Βίλχελμ Κανάρης ενετάχθη στο Γερμανικό Αυτοκρατορικό Ναυτικό (Kaiserliche Marine) το έτος 1905, και το 1908 απέκτησε τον βαθμό του Aνθυποπλοιάρχου. Η έκρηξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, το 1914, τον βρήκε επί της «Δρέσδης», όπου υπηρετούσε από το 1912 (Kreuzer “Dresden”).
Το πλοίο του βυθίζεται, και ο ίδιος κατορθώνει να διασωθεί κατά τρόπον πραγματικά περιπετειώδη και θεαματικό. Επιστρέφει στην Γερμανία μέσω Ισπανίας, για να επανενταχθεί στις τάξεις των μαχομένων συμπατριωτών του, και το 1917 προάγεται σε Υποπλοίαρχο. Εν τω μεταξύ, έχει μετατεθεί στα Υποβρύχια. Μετά τον πόλεμο, ο Κανάρης διάγει ένα διάστημα στο Βερολίνο, γεγονός που θα αποτελέσει την βάση της φημολογούμενης, έκτοτε, διασυνδέσεώς του με την δολοφονία της Ρόζας Λούξεμπουργκ (Rosa Luxemburg) και του Καρόλου Λήμπκνεχτ (Karl Liebknecht), δύο ηγετικών στελεχών του επαναστατικού Σπαρτακιστικού (Κομμουνιστικού) Κινήματος και των εξεγέρσεων του 1919-20. Παρ’ ότι ο Κανάρης φαίνεται να ήταν άμοιρος της εξελίξεως αυτής, η σκιά της ενδεχόμενης συνενοχής του στην δολοφονία των προαναφερθεισών εμβληματικών μορφών του γερμανικού Σπαρτακιστικού Κινήματος φαίνεται πως έμεινε ανεξίτηλα χαραγμένη επάνω του [5]. Το 1919 υπηρετεί, κατ’ αρχάς, ως Αξιωματικός-Σύνδεσμος του Ναυαρχείου στο Στρατηγείο της Μεραρχίας του Ιππικού της Φρουράς, στο Βερολίνο. Εν συνεχεία, μετατίθεται στο Υπασπιστήριο του Σοσιαλδημοκράτη Υπουργού Αμύνης Γουσταύου Νόσκε (Gustav Noske), ο οποίος και διαδραμάτισε τον κύριο και αποφασιστικό πολιτικό ρόλο στην ένοπλη καταστολή των κομμουνιστικών εξεγέρσεων που συντάραξαν την ηττημένη Γερμανία αμέσως μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και απείλησαν σοβαρά την νεοσύστατη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Εκ της θέσεώς του εκείνης, ο Κανάρης έχει την δυνατότητα να αναπτύξει σειρά επαφών με την Διοίκηση του Ναυτικού [6].
Το 1920 εκρήγνυται το κίνημα της άλλης πλευράς, που κατέστη γνωστό στην ιστοριογραφία ως «Κίνημα Καππ-Λύττβιτς» (Kapp-Luettwitz-Putsch), από τα ονόματα των πρωτεργατών του. Ακολουθώντας, όπως τόσοι άλλοι συνάδελφοί του, τον Ναύαρχο φον Τρότα (von Trotha), ο Κανάρης συντάσσεται και αυτός με την νέα επαναστατική εθνικιστική κυβέρνηση του Στρατιωτικού Διοικητού Βερολίνου, Στρατηγού Βάλτερ φον Λύττβιτς (Walter von Luettwitz). Το κίνημα, ωστόσο, έληξε άδοξα, και μια πλειάδα Αξιωματικών συνελήφθησαν, μεταξύ των οποίων και ο Κανάρης. Κινήματα και αντικινήματα ήταν κάτι το σύνηθες τα ταραγμένα εκείνα χρόνια, και οι συλλαμβανόμενοι αμνηστεύονταν ή αφήνονταν ελεύθεροι μετ’ ου πολύ. Έτσι, όταν ηρέμησαν τα πράγματα, ο Κανάρης διετάχθη να εγκαταλείψει το Βερολίνο και τοποθετήθηκε ως Αξιωματικός του Ναυαρχείου στον Ναύσταθμο της Βαλτικής Θαλάσσης – ή Ανατολικής Θαλάσσης, όπως λέγεται στην Γερμανική (Ostsee). To 1922 τοποθετείται ως Πρώτος Αξιωματικός στο «Βερολίνο» (Κreuzer Berlin), για να μετατεθεί αργότερα και πάλι στην πρωτεύουσα, και να αναλάβει μιαν λεπτή και υψηλής σημασίας θέση: την ευθύνη των εμπιστευτικών επιχειρήσεων, για λογαριασμό του Υπουργείου των Ναυτικών του Ράιχ, στο εξωτερικό. Συγχρόνως, καθ’ όλη την διάρκεια της δεκαετίας του ’20, ο Κανάρης διατηρεί επαφές με τον ευρύτερο εθνικιστικό χώρο, και δη με τον λεγόμενο «Σύνδεσμο των Βίκιγκς» (Wiking-Bund), ενώ παραμένει συναισθηματικά συνδεδεμένος με τους πρώην μαχητές των λεγομένων «Ελευθέρων Σωμάτων» (Frei Korps), που είχαν προκύψει από την (διαταχθείσα από τις Νικήτριες Δυνάμεις) ευρύτατης κλίμακας αποστράτευση και συρρίκνωση του Γερμανικού Στρατού και είχαν διαδραματίσει καίριο ρόλο στην καταστολή των κομμουνιστικών εξεγέρσεων του 1919 [7]. Το 1928 μετετέθη στον λιμένα του Βίλχελμσχάφεν και ανέλαβε καθήκοντα Πρώτου Αξιωματικού στην «Σιλεσία» (Schlesien). Την 1η Δεκεμβρίου του 1929 προήχθη σε Αντιπλοίαρχο. Από 29ης Σεπτεμβρίου του επομένου έτους (1930) υπηρετεί ως Επιτελάρχης του Ναυστάθμου Βορείου Θαλάσσης. Την 1η Οκτωβρίου 1931 προήχθη σε Πλοίαρχο και ανέλαβε την 29η Σεπτεμβρίου 1932 Κυβερνήτης της «Σιλεσίας» μέχρι τέλους Σεπτεμβρίου 1934.
Βασιλόφρων, όπως άλλωστε πλείστοι όσοι συνάδελφοί του, Αξιωματικοί του Ναυτικού, διόλου ικανοποιημένος με την γενικότερη πολιτική, κοινωνική και οικονομική κατάσταση της Γερμανίας τον καιρό του Μεσοπολέμου και τις επιδόσεις της ατυχούς Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και φέροντας και αυτός, όπως η τεράστια πλειοψηφία του γερμανικού λαού, βαρέως τους επαχθείς όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών, που είχαν επιβάλει οι νικητές στους ηττημένους, ο Κανάρης χαιρέτησε και αυτός (όπως τόσοι άλλοι), κατ’ αρχήν και κατ’ αρχάς, την άνοδο του Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος (NSDAP: Nationalsozialistische Deutsche Arbeiterpartei) και του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία, τον Ιανουάριο του 1933. Όπως τόσοι άλλοι σύγχρονοί του, Αξιωματικοί αλλά και απλοί πολίτες, προσδοκούσε την εθνική ανάταση της Γερμανίας, την απελευθέρωσή της από τα δεσμά της «Καρχηδονίου Ειρήνης» των Βερσαλλιών, την ικανοποίηση των (ευρέως θεωρουμένων ως δικαίων και λελογισμένων) εθνικών πόθων (επιστροφή εδαφών που αποσπάσθηκαν βάσει της Συνθήκης των Βερσαλλιών από την Γερμανία και παραχωρήθηκαν στην Πολωνία, την Τσεχοσλοβακία κ.λ.π., και στα οποία εδάφη κατοικούσαν συμπαγείς γερμανικοί πληθυσμοί), την οικονομική εξυγίανση της δεινώς χειμαζόμενης από το Διεθνές Οικονομικό Κραχ χώρας, την αντιμετώπιση του εκρηκτικού προβλήματος των 6.000.000 ανέργων, την αποκατάσταση του κύρους της χώρας διεθνώς κ.ο.κ. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί και η ιδιαίτερη γοητεία που ασκούσε η «τεχνοκρατική» πλευρά του νέου καθεστώτος – με την έμφαση που έδιδε στην πρόοδο, στην σύγχρονη τεχνολογία κ.λ.π. – μεταξύ, ιδιαιτέρως, των Αξιωματικών του Ναυτικού [8].
Εν τούτοις, γρήγορα άρχισε να υποχωρεί ο αρχικός ενθουσιασμός του Κανάρη για την προσδοκώμενη εθνική αναγέννηση. Το γεγονός δεν διέλαθε την προσοχή των κομματικών στελεχών και έτσι, στις 29 Σεπτεμβρίου του 1934, αντί να μετατεθεί στο Βερολίνο, όπως ήλπιζε, τοποθετείται Διοικητής του Ναυτικού Οχυρού Σβίνεμυντε – μία προδήλως κακή μετάθεση: Ο ίδιος θεωρούσε ότι είχε πλέον επέλθει το τέλος της σταδιοδρομίας του.
Ωστόσο, λίαν απροσδοκήτως, την 1η Ιανουαρίου του 1935 καλείται στο Βερολίνο για να αναλάβει καθήκοντα Διευθυντού του Τμήματος Αντικατασκοπίας του Υπουργείου Αμύνης του Ράιχ, το οποίο, από τον Μάρτιο του 1938 μετονομάζεται σε Γραφείο Αντικατασκοπίας / Εξωτερικού (Amt Ausland/ Abwehr) της Ανωτάτης Στρατιωτικής Διοικήσεως (OKW: Oberkommando der Wehrmacht). Η μετάθεση αυτή, η οποία υπήρξε αρκούντως αιφνίδια και αινιγματική, αποτέλεσε δε κυριολεκτικά ένα σημαδιακό γεγονός στην περαιτέρω πορεία και εξέλιξη του Κανάρη, φαίνεται ότι οφειλόταν σε μια σειρά συμπτώσεων και συνεργειών της τύχης: Ο προκάτοχός του στο αξίωμα του Διευθυντού Αντικατασκοπίας στο Υπουργείο Αμύνης του Ράιχ, Πλοίαρχος Conrad Patzig, συνέστησε ενθέρμως τον Κανάρη για την πλήρωση της θέσεως, ένεκα της σωρευμένης εμπειρίας του τελευταίου στους τομείς των πληροφοριών και των εμπιστευτικών αποστολών, ιδίως των μυστικών εξοπλιστικών προγραμμάτων, καθώς και της αξιοσημείωτης γλωσσομάθειάς του. Επιπροσθέτως, ο Υπουργός Αμύνης, Αντιστράτηγος Βέρνερ φον Μπλόμπεργκ (Werner von Blomberg), επεδίωκε, τοποθετώντας τον Κανάρη ως επικεφαλής της Αντικατασκοπίας, να ανασχέσει δι’ αυτού του τρόπου την προσπάθεια της Υπηρεσίας Ασφαλείας των SS να οικειοποιηθεί τον κρισιμότατο αυτόν τομέα, ενώ και ο Αρχηγός Ναυτικού, Ναύαρχος Ερρίκος Ραίντερ (Erich Raeder), επιζητούσε, με τον ίδιο τρόπο, να διασφαλίσει εκείνη την θέση-κλειδί υπέρ του Ναυτικού, και για τον λόγο αυτό συμφώνησε στην τοποθέτηση εκεί του Κανάρη, μολονότι φαίνεται ότι δεν του ήταν ιδιαιτέρως συμπαθής, προσωπικώς [9].
Ο Κανάρις αναδιοργάνωσε την Abwehr (Άμπβερ) δημιουργώντας
τρία τμήματα: Κατασκοπείας, Αντικατασκοπείας και Δολιοφθορών.
Στη φωτογραφία εικονίζονται άνδρες της Abwehr να εκπαιδεύονται
σε συστήματα ακρόασης ραδιοεκπομπών, 1939.
ΦΩΤΟ: Deutsches Bundesarchiv.
Από την άλλη πλευρά, η συγκυρία υπήρξε εξόχως ευμενής για τον Κανάρη κατά τούτο: στην κορυφή της νεοσύστατης Υπηρεσίας Ασφαλείας SD (Sicherheitsdienst) των SS ευρέθη ο μέχρι πρό τινος Αξιωματικός του Ναυτικού Ράϊνχαρντ Χάϋντριχ (Reinhard Heydrich), ο οποίος έμελλε να αναδειχθεί, για πολλούς, στην υπ’ αριθμόν 3 ηγετική μορφή του καθεστώτος, μετά τον Χίτλερ και τον Αρχηγό των SS Χίμμλερ. Ο Κανάρης συνδεόταν με μακρά προσωπική γνωριμία και φιλία με τον νέο και ραγδαία ανερχόμενο ισχυρό άνδρα της Γερμανίας, ο οποίος τον Απρίλιο του 1931 είχε εγκαταλείψει το Πολεμικό Ναυτικό για να ενταχθεί στο ναζιστικό κόμμα και να αναλάβει υψηλή θέση στην εκκολαπτόμενη νέα ιθύνουσα πολιτική ελίτ.
Εξ άλλου, για την προπαγάνδα του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος ο Κανάρης έμοιαζε να αποτελεί, κατά το κοινώς λεγόμενο, «λαχείο», λόγω της δημοτικότητάς του, αφού ήδη τον περιέβαλλε ο θρύλος του «αρχικατασκόπου του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου» αλλά και του ανθρώπου που, με απαράμιλλο θάρρος, υπομονή, επιμονή και πίστη στην επιβίωση, κατόρθωσε να διασωθεί και κατά τρόπον συναρπαστικό να επιστρέψει στην υπηρεσία του για να συνεχίσει να μάχεται για την Γερμανία [10].
http://perialos.blogspot.gr/2014/01/blog-post_23.html
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Για μία πληρέστερη εικόνα για την Αντίσταση των Στρατιωτικών κατά του Ναζισμού όρα την έκδοση του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Γραφείου Ερευνών
Στρατιωτικής Ιστορίας: Μilitaergeschichtliches Forschungsamt (Hrsg.), Der
militaerische Widerstand gegen Hitler und das NS-Regime 1933-1945, Herford / Bonn, 1984. Όρα επίσης την έκδοση των περίφημων «Αναφορών» του Καλτενμπρούννερ (“Kaltenbrunner-Berichte”), Αρχηγού της Κρατικής Ασφαλείας και της Υπηρεσίας Ασφαλείας (SD) των SS: Jacobsen, Hans-Adolf, “Spiegelbild einer Verschwoerung”. Die Opposition gegen Hitler und der Staatsstreich vom 20. Juli 1944 in der SD-Berichterstattung. Geheime Dokumente aus dem ehemaligen Reichssicherheitshauptamt, τόμοι 2, Stuttgart, 1984.
[2] Aυτή είναι η περίπτωση του Kurt Singer στο έργο του: Spies and Traitors of
World War II, New York 1945, ενώ συναφώς βλέπε και Trevor-Roper, Hugh R., Hitlers letzte Tage, Zuerich, 1946.
[3] Όρα Abshagen, Karl Heinz, Canaris, Patriot und Weltbuerger, Stuttgart, 1949. Καθώς επίσης και το συναφές έργο του Rudolf Pechel για την Γερμανική Αντίσταση: Deutscher Widerstand, Zuerich, 1947.
[4] Όρα Hoehne, Heinz, Canaris. Patriot im Zwielicht, Muenchen, 1978.
[5] Βλέπε Brissaud, Andre, Canaris. Chef des deutschen Geheimdienstes, Frankfurt am Main, 1979 (έκδοση γαλλικού πρωτοτύπου: Paris, 1970), σελ. 26 και εξής.
[6] Όρα Hoehne, σελ. 81.
[7] Εκτενέστερα για την δράση των «Frei Korps» όρα: Ηλιόπουλου, Ηλία, «Η
Εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης», Ιστορικά Θέματα, τεύχ. 46,
Δεκέμβριος 2005, σελ. 92-104.
[8] Ηoehne, σελ. 132 κ. εξ.
[9] Όρα ανωτέρω, σελ. 81, 124, 127, 163.
[10] Meinl, Susanne, Nationalsozialisten gegen Hitler. Die nationalrevolutionaere
Opposition um Friedrich Wilhelm Heinz, Berlin, 2000, σελ. 242.
*Διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής (Dr. phil) του Λουδοβικείου-Μαξιμιλιανείου Πανεπ/μίου Μονάχου
No comments:
Post a Comment