Ο κ. Σαμαράς και το Κυπριακό
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Δέκα χρόνια μετά το σχέδιο Ανάν, όλα δείχνουν ότι εισερχόμαστε στην ουσιαστική φάση μιας νέας προσπάθειας λύσης του Κυπριακού, με έντονη ενεργοποίηση του διεθνούς παράγοντα, και πρωτίστως των ΗΠΑ. Ο Ελληνισμός, ελλαδικός και κυπριακός, σύντομα θα βρεθεί και πάλι ενώπιον μιας μείζονος στρατηγικής επιλογής που θα επισκιάσει τις όποιες τακτικής φύσεως διευθετήσεις και τα «πάρε-δώσε» που εκ των πραγμάτων θα υπάρξουν τους επόμενους μήνες.
Είναι σαφές ότι οι ΗΠΑ διαδραματίζουν καταλυτικό ρόλο στο θέμα. Μια συμφωνία στο Κυπριακό θα συμβάλει στην αποκατάσταση των ισραηλινοτουρκικών σχέσεων, εξέλιξη που διακαώς επιθυμούν οι Αμερικανοί, ενώ παράλληλα καθίσταται σαφές πως η Ουάσιγκτον έχει καταλήξει στην εκτίμηση ότι η ομαλότητα και η σταθερότητα στην εύφλεκτη Ανατολική Μεσόγειο -και κατ’ επέκταση τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή- εξυπηρετούνται από τη δημιουργία ενός ιδιότυπου άξονα που περιλαμβάνει το Ισραήλ, την Κύπρο, την Ελλάδα και την Τουρκία.
Το 2004 ο Κώστας Καραμανλής κλήθηκε να πάρει θέση και τήρησε μια ουδετερότητα, στην ουσία στηρίζοντας διακριτικά το «όχι» του προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου. Από την άλλη, ο Γιώργος Παπανδρέου, ως αρχηγός τότε της αξιωματικής αντιπολίτευσης, είχε βιαστεί να παρέμβει άκομψα υπέρ του «ναι». Αλλά αυτά συνέβησαν τότε.
Τώρα, ο Αντώνης Σαμαράς θα βρεθεί ενώπιον αποφάσεων. Η απόλυτα κατανοητή, σχεδόν αποκλειστική ενασχόλησή του με την οικονομία δεν αφήνει πολύ χρόνο για άλλα θέματα. Ομως, όπως διδάσκει η Ιστορία, το Κυπριακό δεν είναι απλώς το κορυφαίο εθνικό θέμα. Επιδρά καταλυτικά και στις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις.
Ο πρωθυπουργός δεν μπορεί να αποφύγει τη λήψη αποφάσεων. Και αν το 2004 ο κ. Καραμανλής μπορούσε να υποστηρίξει στις διαπραγματεύσεις της Λουκέρνης ότι είχε αναλάβει την εξουσία μόλις τρεις εβδομάδες νωρίτερα, είναι σαφές ότι δεν μπορεί να πράξει το ίδιο ο κ. Σαμαράς. Η Αθήνα έχει ρόλο και λόγο, που απορρέουν από τους ιστορικούς δεσμούς Ελλαδιτών και Ελληνοκυπρίων, αλλά και τη θεσμική ευθύνη, καθώς είναι μία από τις εγγυήτριες δυνάμεις. Εάν φθάσουμε, τελικά, σε ένα συνολικό σχέδιο λύσης, οι Ελληνοκύπριοι (όπως, φυσικά, και οι Τουρκοκύπριοι) είναι αυτοί που θα κληθούν να το αποδεχθούν ή να το απορρίψουν. Ομως, πέρα από τη στήριξη που είναι αυτονόητη, η Αθήνα οφείλει να συμμετάσχει στις διαβουλεύσεις ενεργά. Τόσο στο επίπεδο των επαφών με τον Τουρκοκύπριο διαπραγματευτή όσο και σε αυτό της στάσης του πρωθυπουργού.
Τον Μάιο του 2010, ο Αντώνης Σαμαράς τάχθηκε κατά του πρώτου Μνημονίου, προειδοποιώντας για τις υπερβολικές υφεσιακές επιπτώσεις που θα είχε στην ελληνική οικονομία. Δέχθηκε κριτική -σε συγκεκριμένες πτυχές της διαχείρισης που έκανε, ήταν απόλυτα δικαιολογημένη- όμως είναι επίσης γεγονός ότι ως αντιπολίτευση υπερψήφισε πολλά νομοσχέδια, ενώ δεν δίστασε να προβεί στην αναγκαία μεταστροφή όταν έκρινε ότι αυτή εξυπηρετούσε το εθνικό συμφέρον, και στην πορεία πέτυχε να ανακτήσει την αξιοπιστία της χώρας. Με αυτή τη λογική, της προάσπισης του εθνικού συμφέροντος, καλείται να πάρει θέση και στις καταιγιστικές εξελίξεις στο Κυπριακό. Καθώς οι σημαντικοί σύμμαχοι και εταίροι πιέζουν για ενεργό ρόλο της Αθήνας, ο κ. Σαμαράς διαθέτει ένα ισχυρό πλεονέκτημα. Με δεδομένο το παρελθόν του, δύσκολα μπορεί να τον κατηγορήσει κανείς στο εσωτερικό ότι «πουλάει» την Κύπρο. Είναι μια διάσταση που ίσως αποδειχθεί καθοριστική και την οποία οφείλουν να έχουν υπόψη τους οι πρωταγωνιστές της διεθνούς κοινότητας και να την αξιοποιήσουν, προσφέροντας τα ανταλλάγματα που θα του επιτρέψουν να συναινέσει.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Δέκα χρόνια μετά το σχέδιο Ανάν, όλα δείχνουν ότι εισερχόμαστε στην ουσιαστική φάση μιας νέας προσπάθειας λύσης του Κυπριακού, με έντονη ενεργοποίηση του διεθνούς παράγοντα, και πρωτίστως των ΗΠΑ. Ο Ελληνισμός, ελλαδικός και κυπριακός, σύντομα θα βρεθεί και πάλι ενώπιον μιας μείζονος στρατηγικής επιλογής που θα επισκιάσει τις όποιες τακτικής φύσεως διευθετήσεις και τα «πάρε-δώσε» που εκ των πραγμάτων θα υπάρξουν τους επόμενους μήνες.
Είναι σαφές ότι οι ΗΠΑ διαδραματίζουν καταλυτικό ρόλο στο θέμα. Μια συμφωνία στο Κυπριακό θα συμβάλει στην αποκατάσταση των ισραηλινοτουρκικών σχέσεων, εξέλιξη που διακαώς επιθυμούν οι Αμερικανοί, ενώ παράλληλα καθίσταται σαφές πως η Ουάσιγκτον έχει καταλήξει στην εκτίμηση ότι η ομαλότητα και η σταθερότητα στην εύφλεκτη Ανατολική Μεσόγειο -και κατ’ επέκταση τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή- εξυπηρετούνται από τη δημιουργία ενός ιδιότυπου άξονα που περιλαμβάνει το Ισραήλ, την Κύπρο, την Ελλάδα και την Τουρκία.
Το 2004 ο Κώστας Καραμανλής κλήθηκε να πάρει θέση και τήρησε μια ουδετερότητα, στην ουσία στηρίζοντας διακριτικά το «όχι» του προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου. Από την άλλη, ο Γιώργος Παπανδρέου, ως αρχηγός τότε της αξιωματικής αντιπολίτευσης, είχε βιαστεί να παρέμβει άκομψα υπέρ του «ναι». Αλλά αυτά συνέβησαν τότε.
Τώρα, ο Αντώνης Σαμαράς θα βρεθεί ενώπιον αποφάσεων. Η απόλυτα κατανοητή, σχεδόν αποκλειστική ενασχόλησή του με την οικονομία δεν αφήνει πολύ χρόνο για άλλα θέματα. Ομως, όπως διδάσκει η Ιστορία, το Κυπριακό δεν είναι απλώς το κορυφαίο εθνικό θέμα. Επιδρά καταλυτικά και στις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις.
Ο πρωθυπουργός δεν μπορεί να αποφύγει τη λήψη αποφάσεων. Και αν το 2004 ο κ. Καραμανλής μπορούσε να υποστηρίξει στις διαπραγματεύσεις της Λουκέρνης ότι είχε αναλάβει την εξουσία μόλις τρεις εβδομάδες νωρίτερα, είναι σαφές ότι δεν μπορεί να πράξει το ίδιο ο κ. Σαμαράς. Η Αθήνα έχει ρόλο και λόγο, που απορρέουν από τους ιστορικούς δεσμούς Ελλαδιτών και Ελληνοκυπρίων, αλλά και τη θεσμική ευθύνη, καθώς είναι μία από τις εγγυήτριες δυνάμεις. Εάν φθάσουμε, τελικά, σε ένα συνολικό σχέδιο λύσης, οι Ελληνοκύπριοι (όπως, φυσικά, και οι Τουρκοκύπριοι) είναι αυτοί που θα κληθούν να το αποδεχθούν ή να το απορρίψουν. Ομως, πέρα από τη στήριξη που είναι αυτονόητη, η Αθήνα οφείλει να συμμετάσχει στις διαβουλεύσεις ενεργά. Τόσο στο επίπεδο των επαφών με τον Τουρκοκύπριο διαπραγματευτή όσο και σε αυτό της στάσης του πρωθυπουργού.
Τον Μάιο του 2010, ο Αντώνης Σαμαράς τάχθηκε κατά του πρώτου Μνημονίου, προειδοποιώντας για τις υπερβολικές υφεσιακές επιπτώσεις που θα είχε στην ελληνική οικονομία. Δέχθηκε κριτική -σε συγκεκριμένες πτυχές της διαχείρισης που έκανε, ήταν απόλυτα δικαιολογημένη- όμως είναι επίσης γεγονός ότι ως αντιπολίτευση υπερψήφισε πολλά νομοσχέδια, ενώ δεν δίστασε να προβεί στην αναγκαία μεταστροφή όταν έκρινε ότι αυτή εξυπηρετούσε το εθνικό συμφέρον, και στην πορεία πέτυχε να ανακτήσει την αξιοπιστία της χώρας. Με αυτή τη λογική, της προάσπισης του εθνικού συμφέροντος, καλείται να πάρει θέση και στις καταιγιστικές εξελίξεις στο Κυπριακό. Καθώς οι σημαντικοί σύμμαχοι και εταίροι πιέζουν για ενεργό ρόλο της Αθήνας, ο κ. Σαμαράς διαθέτει ένα ισχυρό πλεονέκτημα. Με δεδομένο το παρελθόν του, δύσκολα μπορεί να τον κατηγορήσει κανείς στο εσωτερικό ότι «πουλάει» την Κύπρο. Είναι μια διάσταση που ίσως αποδειχθεί καθοριστική και την οποία οφείλουν να έχουν υπόψη τους οι πρωταγωνιστές της διεθνούς κοινότητας και να την αξιοποιήσουν, προσφέροντας τα ανταλλάγματα που θα του επιτρέψουν να συναινέσει.
Είναι σαφές ότι οι ΗΠΑ διαδραματίζουν καταλυτικό ρόλο στο θέμα. Μια συμφωνία στο Κυπριακό θα συμβάλει στην αποκατάσταση των ισραηλινοτουρκικών σχέσεων, εξέλιξη που διακαώς επιθυμούν οι Αμερικανοί, ενώ παράλληλα καθίσταται σαφές πως η Ουάσιγκτον έχει καταλήξει στην εκτίμηση ότι η ομαλότητα και η σταθερότητα στην εύφλεκτη Ανατολική Μεσόγειο -και κατ’ επέκταση τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή- εξυπηρετούνται από τη δημιουργία ενός ιδιότυπου άξονα που περιλαμβάνει το Ισραήλ, την Κύπρο, την Ελλάδα και την Τουρκία.
Το 2004 ο Κώστας Καραμανλής κλήθηκε να πάρει θέση και τήρησε μια ουδετερότητα, στην ουσία στηρίζοντας διακριτικά το «όχι» του προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου. Από την άλλη, ο Γιώργος Παπανδρέου, ως αρχηγός τότε της αξιωματικής αντιπολίτευσης, είχε βιαστεί να παρέμβει άκομψα υπέρ του «ναι». Αλλά αυτά συνέβησαν τότε.
Τώρα, ο Αντώνης Σαμαράς θα βρεθεί ενώπιον αποφάσεων. Η απόλυτα κατανοητή, σχεδόν αποκλειστική ενασχόλησή του με την οικονομία δεν αφήνει πολύ χρόνο για άλλα θέματα. Ομως, όπως διδάσκει η Ιστορία, το Κυπριακό δεν είναι απλώς το κορυφαίο εθνικό θέμα. Επιδρά καταλυτικά και στις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις.
Ο πρωθυπουργός δεν μπορεί να αποφύγει τη λήψη αποφάσεων. Και αν το 2004 ο κ. Καραμανλής μπορούσε να υποστηρίξει στις διαπραγματεύσεις της Λουκέρνης ότι είχε αναλάβει την εξουσία μόλις τρεις εβδομάδες νωρίτερα, είναι σαφές ότι δεν μπορεί να πράξει το ίδιο ο κ. Σαμαράς. Η Αθήνα έχει ρόλο και λόγο, που απορρέουν από τους ιστορικούς δεσμούς Ελλαδιτών και Ελληνοκυπρίων, αλλά και τη θεσμική ευθύνη, καθώς είναι μία από τις εγγυήτριες δυνάμεις. Εάν φθάσουμε, τελικά, σε ένα συνολικό σχέδιο λύσης, οι Ελληνοκύπριοι (όπως, φυσικά, και οι Τουρκοκύπριοι) είναι αυτοί που θα κληθούν να το αποδεχθούν ή να το απορρίψουν. Ομως, πέρα από τη στήριξη που είναι αυτονόητη, η Αθήνα οφείλει να συμμετάσχει στις διαβουλεύσεις ενεργά. Τόσο στο επίπεδο των επαφών με τον Τουρκοκύπριο διαπραγματευτή όσο και σε αυτό της στάσης του πρωθυπουργού.
Τον Μάιο του 2010, ο Αντώνης Σαμαράς τάχθηκε κατά του πρώτου Μνημονίου, προειδοποιώντας για τις υπερβολικές υφεσιακές επιπτώσεις που θα είχε στην ελληνική οικονομία. Δέχθηκε κριτική -σε συγκεκριμένες πτυχές της διαχείρισης που έκανε, ήταν απόλυτα δικαιολογημένη- όμως είναι επίσης γεγονός ότι ως αντιπολίτευση υπερψήφισε πολλά νομοσχέδια, ενώ δεν δίστασε να προβεί στην αναγκαία μεταστροφή όταν έκρινε ότι αυτή εξυπηρετούσε το εθνικό συμφέρον, και στην πορεία πέτυχε να ανακτήσει την αξιοπιστία της χώρας. Με αυτή τη λογική, της προάσπισης του εθνικού συμφέροντος, καλείται να πάρει θέση και στις καταιγιστικές εξελίξεις στο Κυπριακό. Καθώς οι σημαντικοί σύμμαχοι και εταίροι πιέζουν για ενεργό ρόλο της Αθήνας, ο κ. Σαμαράς διαθέτει ένα ισχυρό πλεονέκτημα. Με δεδομένο το παρελθόν του, δύσκολα μπορεί να τον κατηγορήσει κανείς στο εσωτερικό ότι «πουλάει» την Κύπρο. Είναι μια διάσταση που ίσως αποδειχθεί καθοριστική και την οποία οφείλουν να έχουν υπόψη τους οι πρωταγωνιστές της διεθνούς κοινότητας και να την αξιοποιήσουν, προσφέροντας τα ανταλλάγματα που θα του επιτρέψουν να συναινέσει.
Δέκα χρόνια μετά το σχέδιο Ανάν, όλα δείχνουν ότι εισερχόμαστε στην ουσιαστική φάση μιας νέας προσπάθειας λύσης του Κυπριακού, με έντονη ενεργοποίηση του διεθνούς παράγοντα, και πρωτίστως των ΗΠΑ. Ο Ελληνισμός, ελλαδικός και κυπριακός, σύντομα θα βρεθεί και πάλι ενώπιον μιας μείζονος στρατηγικής επιλογής που θα επισκιάσει τις όποιες τακτικής φύσεως διευθετήσεις και τα «πάρε-δώσε» που εκ των πραγμάτων θα υπάρξουν τους επόμενους μήνες.
Είναι σαφές ότι οι ΗΠΑ διαδραματίζουν καταλυτικό ρόλο στο θέμα. Μια συμφωνία στο Κυπριακό θα συμβάλει στην αποκατάσταση των ισραηλινοτουρκικών σχέσεων, εξέλιξη που διακαώς επιθυμούν οι Αμερικανοί, ενώ παράλληλα καθίσταται σαφές πως η Ουάσιγκτον έχει καταλήξει στην εκτίμηση ότι η ομαλότητα και η σταθερότητα στην εύφλεκτη Ανατολική Μεσόγειο -και κατ’ επέκταση τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή- εξυπηρετούνται από τη δημιουργία ενός ιδιότυπου άξονα που περιλαμβάνει το Ισραήλ, την Κύπρο, την Ελλάδα και την Τουρκία.
Το 2004 ο Κώστας Καραμανλής κλήθηκε να πάρει θέση και τήρησε μια ουδετερότητα, στην ουσία στηρίζοντας διακριτικά το «όχι» του προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου. Από την άλλη, ο Γιώργος Παπανδρέου, ως αρχηγός τότε της αξιωματικής αντιπολίτευσης, είχε βιαστεί να παρέμβει άκομψα υπέρ του «ναι». Αλλά αυτά συνέβησαν τότε.
Τώρα, ο Αντώνης Σαμαράς θα βρεθεί ενώπιον αποφάσεων. Η απόλυτα κατανοητή, σχεδόν αποκλειστική ενασχόλησή του με την οικονομία δεν αφήνει πολύ χρόνο για άλλα θέματα. Ομως, όπως διδάσκει η Ιστορία, το Κυπριακό δεν είναι απλώς το κορυφαίο εθνικό θέμα. Επιδρά καταλυτικά και στις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις.
Ο πρωθυπουργός δεν μπορεί να αποφύγει τη λήψη αποφάσεων. Και αν το 2004 ο κ. Καραμανλής μπορούσε να υποστηρίξει στις διαπραγματεύσεις της Λουκέρνης ότι είχε αναλάβει την εξουσία μόλις τρεις εβδομάδες νωρίτερα, είναι σαφές ότι δεν μπορεί να πράξει το ίδιο ο κ. Σαμαράς. Η Αθήνα έχει ρόλο και λόγο, που απορρέουν από τους ιστορικούς δεσμούς Ελλαδιτών και Ελληνοκυπρίων, αλλά και τη θεσμική ευθύνη, καθώς είναι μία από τις εγγυήτριες δυνάμεις. Εάν φθάσουμε, τελικά, σε ένα συνολικό σχέδιο λύσης, οι Ελληνοκύπριοι (όπως, φυσικά, και οι Τουρκοκύπριοι) είναι αυτοί που θα κληθούν να το αποδεχθούν ή να το απορρίψουν. Ομως, πέρα από τη στήριξη που είναι αυτονόητη, η Αθήνα οφείλει να συμμετάσχει στις διαβουλεύσεις ενεργά. Τόσο στο επίπεδο των επαφών με τον Τουρκοκύπριο διαπραγματευτή όσο και σε αυτό της στάσης του πρωθυπουργού.
Τον Μάιο του 2010, ο Αντώνης Σαμαράς τάχθηκε κατά του πρώτου Μνημονίου, προειδοποιώντας για τις υπερβολικές υφεσιακές επιπτώσεις που θα είχε στην ελληνική οικονομία. Δέχθηκε κριτική -σε συγκεκριμένες πτυχές της διαχείρισης που έκανε, ήταν απόλυτα δικαιολογημένη- όμως είναι επίσης γεγονός ότι ως αντιπολίτευση υπερψήφισε πολλά νομοσχέδια, ενώ δεν δίστασε να προβεί στην αναγκαία μεταστροφή όταν έκρινε ότι αυτή εξυπηρετούσε το εθνικό συμφέρον, και στην πορεία πέτυχε να ανακτήσει την αξιοπιστία της χώρας. Με αυτή τη λογική, της προάσπισης του εθνικού συμφέροντος, καλείται να πάρει θέση και στις καταιγιστικές εξελίξεις στο Κυπριακό. Καθώς οι σημαντικοί σύμμαχοι και εταίροι πιέζουν για ενεργό ρόλο της Αθήνας, ο κ. Σαμαράς διαθέτει ένα ισχυρό πλεονέκτημα. Με δεδομένο το παρελθόν του, δύσκολα μπορεί να τον κατηγορήσει κανείς στο εσωτερικό ότι «πουλάει» την Κύπρο. Είναι μια διάσταση που ίσως αποδειχθεί καθοριστική και την οποία οφείλουν να έχουν υπόψη τους οι πρωταγωνιστές της διεθνούς κοινότητας και να την αξιοποιήσουν, προσφέροντας τα ανταλλάγματα που θα του επιτρέψουν να συναινέσει.
Είναι σαφές ότι οι ΗΠΑ διαδραματίζουν καταλυτικό ρόλο στο θέμα. Μια συμφωνία στο Κυπριακό θα συμβάλει στην αποκατάσταση των ισραηλινοτουρκικών σχέσεων, εξέλιξη που διακαώς επιθυμούν οι Αμερικανοί, ενώ παράλληλα καθίσταται σαφές πως η Ουάσιγκτον έχει καταλήξει στην εκτίμηση ότι η ομαλότητα και η σταθερότητα στην εύφλεκτη Ανατολική Μεσόγειο -και κατ’ επέκταση τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή- εξυπηρετούνται από τη δημιουργία ενός ιδιότυπου άξονα που περιλαμβάνει το Ισραήλ, την Κύπρο, την Ελλάδα και την Τουρκία.
Το 2004 ο Κώστας Καραμανλής κλήθηκε να πάρει θέση και τήρησε μια ουδετερότητα, στην ουσία στηρίζοντας διακριτικά το «όχι» του προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου. Από την άλλη, ο Γιώργος Παπανδρέου, ως αρχηγός τότε της αξιωματικής αντιπολίτευσης, είχε βιαστεί να παρέμβει άκομψα υπέρ του «ναι». Αλλά αυτά συνέβησαν τότε.
Τώρα, ο Αντώνης Σαμαράς θα βρεθεί ενώπιον αποφάσεων. Η απόλυτα κατανοητή, σχεδόν αποκλειστική ενασχόλησή του με την οικονομία δεν αφήνει πολύ χρόνο για άλλα θέματα. Ομως, όπως διδάσκει η Ιστορία, το Κυπριακό δεν είναι απλώς το κορυφαίο εθνικό θέμα. Επιδρά καταλυτικά και στις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις.
Ο πρωθυπουργός δεν μπορεί να αποφύγει τη λήψη αποφάσεων. Και αν το 2004 ο κ. Καραμανλής μπορούσε να υποστηρίξει στις διαπραγματεύσεις της Λουκέρνης ότι είχε αναλάβει την εξουσία μόλις τρεις εβδομάδες νωρίτερα, είναι σαφές ότι δεν μπορεί να πράξει το ίδιο ο κ. Σαμαράς. Η Αθήνα έχει ρόλο και λόγο, που απορρέουν από τους ιστορικούς δεσμούς Ελλαδιτών και Ελληνοκυπρίων, αλλά και τη θεσμική ευθύνη, καθώς είναι μία από τις εγγυήτριες δυνάμεις. Εάν φθάσουμε, τελικά, σε ένα συνολικό σχέδιο λύσης, οι Ελληνοκύπριοι (όπως, φυσικά, και οι Τουρκοκύπριοι) είναι αυτοί που θα κληθούν να το αποδεχθούν ή να το απορρίψουν. Ομως, πέρα από τη στήριξη που είναι αυτονόητη, η Αθήνα οφείλει να συμμετάσχει στις διαβουλεύσεις ενεργά. Τόσο στο επίπεδο των επαφών με τον Τουρκοκύπριο διαπραγματευτή όσο και σε αυτό της στάσης του πρωθυπουργού.
Τον Μάιο του 2010, ο Αντώνης Σαμαράς τάχθηκε κατά του πρώτου Μνημονίου, προειδοποιώντας για τις υπερβολικές υφεσιακές επιπτώσεις που θα είχε στην ελληνική οικονομία. Δέχθηκε κριτική -σε συγκεκριμένες πτυχές της διαχείρισης που έκανε, ήταν απόλυτα δικαιολογημένη- όμως είναι επίσης γεγονός ότι ως αντιπολίτευση υπερψήφισε πολλά νομοσχέδια, ενώ δεν δίστασε να προβεί στην αναγκαία μεταστροφή όταν έκρινε ότι αυτή εξυπηρετούσε το εθνικό συμφέρον, και στην πορεία πέτυχε να ανακτήσει την αξιοπιστία της χώρας. Με αυτή τη λογική, της προάσπισης του εθνικού συμφέροντος, καλείται να πάρει θέση και στις καταιγιστικές εξελίξεις στο Κυπριακό. Καθώς οι σημαντικοί σύμμαχοι και εταίροι πιέζουν για ενεργό ρόλο της Αθήνας, ο κ. Σαμαράς διαθέτει ένα ισχυρό πλεονέκτημα. Με δεδομένο το παρελθόν του, δύσκολα μπορεί να τον κατηγορήσει κανείς στο εσωτερικό ότι «πουλάει» την Κύπρο. Είναι μια διάσταση που ίσως αποδειχθεί καθοριστική και την οποία οφείλουν να έχουν υπόψη τους οι πρωταγωνιστές της διεθνούς κοινότητας και να την αξιοποιήσουν, προσφέροντας τα ανταλλάγματα που θα του επιτρέψουν να συναινέσει.
No comments:
Post a Comment