Ελληνικό χωριό η βάση των Αγώνων του Σότσι
ΒΛΑΣΗΣ ΑΓΤΖΙΔΗΣ*
Οι Χειμερινοί Oλυμπιακοί Aγώνες γίνονται στο Σότσι της Νότιας Ρωσίας, δηλαδή σε μια περιοχή όπου η ελληνική παρουσία είναι έντονη. Ειδικά το χωριό Κράσναγια Πολιάνα (Κόκκινο Ξέφωτο), όπου δημιουργήθηκε το χιονοδρομικό κέντρο και θα αποτελεί τη βάση των Αγώνων, ιδρύθηκε από Ελληνες του μικρασιατικού Πόντου στα τέλη του 19ου αιώνα και υπήρξε για μεγάλη περίοδο ένα αμιγώς ελληνικό χωριό.
Οι Χειμερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες που γίνονται ανέδειξαν για άλλη μια φορά το γεγονός της ύπαρξης μιας σημαντικής ελληνικής διασποράς στα ρωσικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Μιας διασποράς που διεκδικεί την εντοπιότητα και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτήν: «Οταν μιλούν για τους γηγενείς της περιοχής της Μαύρης Θάλασσας, θεωρούμε ανήθικο να ξεχνούν ολότελα τον ελληνικό πληθυσμό» (Ι. Παρασκευόπουλος, εκπρόσωπος των εκτοπισμένων στο Καζαχστάν. Συνέδριο Γελεντζίκ, Μάρτης ’91).
Οι Χειμερινοί Αγώνες του Σότσι ανέδειξαν παράλληλα κι ένα διπλό πρόβλημα του σύγχρονου Ελληνισμού: την εσωστρέφειά του, που τον οδηγεί στην παραγνώριση σημαντικών θεμάτων, αλλά και την ημιμάθεια και τον αμοραλισμό που διακρίνει τις ελίτ που διαχειρίζονται τη μοίρα αυτού του τόπου. Είκοσι χρόνια μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, η Ελλάδα δεν έχει να επιδείξει σοβαρή και συνεχή πολιτική για το τμήμα εκείνο της ελληνικής διασποράς που επιβίωσε κατά τη δύσκολη σοβιετική εποχή. Ενα τμήμα που μπορούσε να έχει τον ρόλο της γέφυρας με τις μετασοβιετικές κοινωνίες και να αποτελέσει ένα μέσο πολλαπλασιασμού της ελλαδικής επιρροής. Η πολιτική που ακολουθήθηκε στην περιοχή απέδειξε για άλλη μια φορά ότι στη σύγχρονη Ελλάδα κυριαρχεί η αντίληψη του βραχυχρόνιου οφέλους και απουσιάζουν τόσο ο προγραμματισμός και το όραμα, όσο και η στρατηγική αντίληψη για το μέλλον, που λαμβάνει υπόψη της όλες τις παραμέτρους.
Οι Χειμερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες που γίνονται ανέδειξαν για άλλη μια φορά το γεγονός της ύπαρξης μιας σημαντικής ελληνικής διασποράς στα ρωσικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Μιας διασποράς που διεκδικεί την εντοπιότητα και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτήν: «Οταν μιλούν για τους γηγενείς της περιοχής της Μαύρης Θάλασσας, θεωρούμε ανήθικο να ξεχνούν ολότελα τον ελληνικό πληθυσμό» (Ι. Παρασκευόπουλος, εκπρόσωπος των εκτοπισμένων στο Καζαχστάν. Συνέδριο Γελεντζίκ, Μάρτης ’91).
Οι Χειμερινοί Αγώνες του Σότσι ανέδειξαν παράλληλα κι ένα διπλό πρόβλημα του σύγχρονου Ελληνισμού: την εσωστρέφειά του, που τον οδηγεί στην παραγνώριση σημαντικών θεμάτων, αλλά και την ημιμάθεια και τον αμοραλισμό που διακρίνει τις ελίτ που διαχειρίζονται τη μοίρα αυτού του τόπου. Είκοσι χρόνια μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, η Ελλάδα δεν έχει να επιδείξει σοβαρή και συνεχή πολιτική για το τμήμα εκείνο της ελληνικής διασποράς που επιβίωσε κατά τη δύσκολη σοβιετική εποχή. Ενα τμήμα που μπορούσε να έχει τον ρόλο της γέφυρας με τις μετασοβιετικές κοινωνίες και να αποτελέσει ένα μέσο πολλαπλασιασμού της ελλαδικής επιρροής. Η πολιτική που ακολουθήθηκε στην περιοχή απέδειξε για άλλη μια φορά ότι στη σύγχρονη Ελλάδα κυριαρχεί η αντίληψη του βραχυχρόνιου οφέλους και απουσιάζουν τόσο ο προγραμματισμός και το όραμα, όσο και η στρατηγική αντίληψη για το μέλλον, που λαμβάνει υπόψη της όλες τις παραμέτρους.
Οικισμός με ιστορία άνω των 130 χρόνων
Η μετανάστευση των Ελλήνων στη Ρωσία από τις οθωμανοκρατούμενες περιοχές της Μικράς Ασίας (κυρίως τον ιστορικό Πόντο) αλλά και της Βαλκανικής, όπως και των νησιών, υπήρξε ένα φαινόμενο ευθέως ανάλογο της προσπάθειας των Ρώσων για επέκταση στις θερμές θάλασσες του Νότου (Μαύρη Θάλασσα, Μεσόγειος). Η μετανάστευση (προσφυγοποίηση, κάποιες φορές) θα ξεκινήσει στα τέλη του 18ου αιώνα με τα Ορλωφικά για να λάβει μεγάλη έκταση τον 19ο και να ολοκληρωθεί τον 20ό αιώνα τόσο με την καταφυγή σ’ αυτήν των Ελλήνων που επέζησαν από τη Γενοκτονία που πραγματοποίησε ο τουρκικός εθνικισμός στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (τις δεκαετίες του ’10 και του ’20), όσο και με την εγκατάσταση των δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων πολιτικών προσφύγων του Εμφυλίου Πολέμου μετά το 1949.
Ελληνικές παροικίες είχαν δημιουργηθεί σε όλη την έκταση της αχανούς Αυτοκρατορίας. Η ανατολικότερη από αυτές δημιουργήθηκε στο Χαρμπίν της Μαντζουρίας από Πόντιους και Κεφαλονίτες. Οσον αφορά τον Καύκασο, η ελληνική εγκατάσταση, κυρίως Ποντίων, θα αρχίσει μετά το τέλος των πολέμων και την οριστική ενσωμάτωση της περιοχής στη Ρωσική Αυτοκρατορία. Θεωρείται ότι η αντίσταση των ντόπιων μουσουλμανικών φυλών στους Ρώσους θα λάβει τέλος με την υπογραφή στην Κράσναγια Πολιάνα της Συνθήκης Ειρήνης στα μέσα του 19ου αιώνα. Στη συνέχεια, η ρωσική πολιτική θα επεξεργαστεί ένα σχέδιο εποικισμού από χριστιανικές κοινότητες που υφίσταντο την ισλαμική καταπίεση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ετσι, μετά το 1864 δεκάδες χιλιάδες Ελληνες και Αρμένιοι θα εγκαταλείψουν τα οθωμανικά εδάφη και θα εγκατασταθούν στη Ρωσική Αυτοκρατορία.
Απ’ ό,τι μαρτυρείται από πηγές εκείνης της εποχής, οι Ελληνες μετανάστες αντιμετώπισαν πολλά προβλήματα τόσο από τις ρωσικές αρχές όσο και από τους Ρώσους εποίκους. Οι αρχές προωθούσαν την πολιτική του εκρωσισμού, ενώ, όπως αναφέρει ο περιηγητής S. Vasikof (1908), οι Ρώσοι τους αντιμετώπιζαν με ρατσισμό που προερχόταν από τον φθόνο για την οικονομική τους ανάπτυξη.
Η απογραφή
Στην τελευταία επίσημη απογραφή του πληθυσμού του 1989 που έγινε λίγο πριν από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, αναφέρεται ότι στην περιοχή του Σότσι (συμπεριλαμβάνεται και το Αντλερ) κατοικούσαν 4.500 Ελληνες και άλλοι 4.000 στην περιοχή της Κράσναγια Πολιάνα. Οι πρώτοι Ελληνες άρχισαν να εγκαθίστανται στην περιοχή μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-78. Η πλειονότητά τους προερχόταν από την περιοχή των Σουρμένων του Πόντου.
Η ελληνική κοινότητα του Σότσι έλαβε θεσμική υπόσταση το 1904. Προσπάθησε να αναπτύξει την κοινοτική ελληνική εκπαίδευση και να αποτρέψει την προσπάθεια των αρχών για εκρωσισμό, ακόμη και της θρησκευτικής ζωής. Η Κοινότητα άνθησε οικονομικά και απέκτησε μεγάλη ακμή την εποχή που έγινε η σιδηροδρομική γραμμή της Μαύρης Θάλασσας, τα περισσότερα τμήματα της οποίας κατασκευάστηκαν από Ελληνες εργολάβους. Με την εισροή και άλλων Ελλήνων στο Σότσι, η πόλη αναπτύχθηκε και έφτασε τα 3.000 άτομα. Με δική τους συνεισφορά χτίστηκε ένα εξατάξιο σχολείο με 250 μαθητές. Στα χρόνια 1918-1920 λειτούργησε και ελληνική εκκλησία με Ελληνα ιερέα.
Η περιοχή όπου ιδρύθηκε η Κράσναγια Πολιάνα βρίσκεται στα ανατολικά της περιοχής του Σότσι και επί του Καυκάσου, διασχίζοντας έναν από τους μεγαλύτερους ποταμούς του Εύξεινου Πόντου, τον ποταμό Μζιμτί. Οπως αναφέρει ο ιστορικός Σ. Αγγελίδης στο βιβλίο του «Ελληνικοί οικισμοί στον Καύκασο», στην τοποθεσία αυτή προϋπήρχε ένα χωριό με το όνομα Ρομάνοβσκογιε, το οποίο είχε καταστραφεί στον πόλεμο του 1877. Την επόμενη χρονιά εγκαταστάθηκαν εκεί 32 οικογένειες Ποντίων. Το χωριό καταγράφηκε επισήμως με την ονομασία «Κμπαάντε», κάτι που δεν άρεσε στους Ελληνες κατοίκους, οι οποίοι ζήτησαν από τον Ρώσο διοικητή του Καυκάσου τη μετονομασία του. Ετσι, στις 23 Ιουνίου του 1899 έλαβαν την άδεια να μετονομάσουν το χωριό τους σε «Γκετσέσκοε» δηλαδή «Ελληνικό». Το 1886 στο χωριό αυτό κατοικούσαν μόνιμα 17 ελληνικές οικογένειες, οι οποίες απαρτίζονταν από 58 άνδρες και 48 γυναίκες.
Ελληνικές παροικίες είχαν δημιουργηθεί σε όλη την έκταση της αχανούς Αυτοκρατορίας. Η ανατολικότερη από αυτές δημιουργήθηκε στο Χαρμπίν της Μαντζουρίας από Πόντιους και Κεφαλονίτες. Οσον αφορά τον Καύκασο, η ελληνική εγκατάσταση, κυρίως Ποντίων, θα αρχίσει μετά το τέλος των πολέμων και την οριστική ενσωμάτωση της περιοχής στη Ρωσική Αυτοκρατορία. Θεωρείται ότι η αντίσταση των ντόπιων μουσουλμανικών φυλών στους Ρώσους θα λάβει τέλος με την υπογραφή στην Κράσναγια Πολιάνα της Συνθήκης Ειρήνης στα μέσα του 19ου αιώνα. Στη συνέχεια, η ρωσική πολιτική θα επεξεργαστεί ένα σχέδιο εποικισμού από χριστιανικές κοινότητες που υφίσταντο την ισλαμική καταπίεση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ετσι, μετά το 1864 δεκάδες χιλιάδες Ελληνες και Αρμένιοι θα εγκαταλείψουν τα οθωμανικά εδάφη και θα εγκατασταθούν στη Ρωσική Αυτοκρατορία.
Απ’ ό,τι μαρτυρείται από πηγές εκείνης της εποχής, οι Ελληνες μετανάστες αντιμετώπισαν πολλά προβλήματα τόσο από τις ρωσικές αρχές όσο και από τους Ρώσους εποίκους. Οι αρχές προωθούσαν την πολιτική του εκρωσισμού, ενώ, όπως αναφέρει ο περιηγητής S. Vasikof (1908), οι Ρώσοι τους αντιμετώπιζαν με ρατσισμό που προερχόταν από τον φθόνο για την οικονομική τους ανάπτυξη.
Η απογραφή
Στην τελευταία επίσημη απογραφή του πληθυσμού του 1989 που έγινε λίγο πριν από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, αναφέρεται ότι στην περιοχή του Σότσι (συμπεριλαμβάνεται και το Αντλερ) κατοικούσαν 4.500 Ελληνες και άλλοι 4.000 στην περιοχή της Κράσναγια Πολιάνα. Οι πρώτοι Ελληνες άρχισαν να εγκαθίστανται στην περιοχή μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-78. Η πλειονότητά τους προερχόταν από την περιοχή των Σουρμένων του Πόντου.
Η ελληνική κοινότητα του Σότσι έλαβε θεσμική υπόσταση το 1904. Προσπάθησε να αναπτύξει την κοινοτική ελληνική εκπαίδευση και να αποτρέψει την προσπάθεια των αρχών για εκρωσισμό, ακόμη και της θρησκευτικής ζωής. Η Κοινότητα άνθησε οικονομικά και απέκτησε μεγάλη ακμή την εποχή που έγινε η σιδηροδρομική γραμμή της Μαύρης Θάλασσας, τα περισσότερα τμήματα της οποίας κατασκευάστηκαν από Ελληνες εργολάβους. Με την εισροή και άλλων Ελλήνων στο Σότσι, η πόλη αναπτύχθηκε και έφτασε τα 3.000 άτομα. Με δική τους συνεισφορά χτίστηκε ένα εξατάξιο σχολείο με 250 μαθητές. Στα χρόνια 1918-1920 λειτούργησε και ελληνική εκκλησία με Ελληνα ιερέα.
Η περιοχή όπου ιδρύθηκε η Κράσναγια Πολιάνα βρίσκεται στα ανατολικά της περιοχής του Σότσι και επί του Καυκάσου, διασχίζοντας έναν από τους μεγαλύτερους ποταμούς του Εύξεινου Πόντου, τον ποταμό Μζιμτί. Οπως αναφέρει ο ιστορικός Σ. Αγγελίδης στο βιβλίο του «Ελληνικοί οικισμοί στον Καύκασο», στην τοποθεσία αυτή προϋπήρχε ένα χωριό με το όνομα Ρομάνοβσκογιε, το οποίο είχε καταστραφεί στον πόλεμο του 1877. Την επόμενη χρονιά εγκαταστάθηκαν εκεί 32 οικογένειες Ποντίων. Το χωριό καταγράφηκε επισήμως με την ονομασία «Κμπαάντε», κάτι που δεν άρεσε στους Ελληνες κατοίκους, οι οποίοι ζήτησαν από τον Ρώσο διοικητή του Καυκάσου τη μετονομασία του. Ετσι, στις 23 Ιουνίου του 1899 έλαβαν την άδεια να μετονομάσουν το χωριό τους σε «Γκετσέσκοε» δηλαδή «Ελληνικό». Το 1886 στο χωριό αυτό κατοικούσαν μόνιμα 17 ελληνικές οικογένειες, οι οποίες απαρτίζονταν από 58 άνδρες και 48 γυναίκες.
Από τον Στάλιν στην Περεστρόικα
Οι Ελληνες του Σότσι και της Κράσναγια Πολιάνα συμμετείχαν με διάφορους τρόπους στα ιστορικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν την περίοδο που άρχισε με την Οκτωβριανή Επανάσταση. Απόλαυσαν την πολυπολιτισμική πολιτική της πρώτης σοβιετικής περιόδου και βίωσαν με δραματικό τρόπο την αλλαγή της εσωτερικής πολιτικής μετά το 1936. Οι διώξεις, οι εκτελέσεις και οι φυλακίσεις στα στρατόπεδα συγκέντρωσης χαρακτήρισαν την περίοδο 1937-38.
Τα χρόνια που ακολούθησαν τις σταλινικές διώξεις υπήρξαν πέτρινα χρόνια για τους Ελληνες του Σότσι, αλλά και όλης της Σοβιετικής Ενωσης. Η ελληνική παιδεία είχε τεθεί εκτός νόμου, οι ελληνικές σοβιετικές εφημερίδες είχαν απαγορευτεί, οι θεατρικοί όμιλοι καταργήθηκαν και πάνω απ’ όλα καταργήθηκαν οι Αυτόνομες Ελληνικές Περιοχές που ενέπνεαν το συναίσθημα της κρατικής υποστήριξης της ελληνικής μειονότητας.
Η δεκαετία του ’40 θα είναι επίσης μια δύσκολη εποχή. Αρκετοί σοβιετικοί Ελληνες θα χάσουν τη ζωή τους στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού στον πόλεμο ενάντια στον γερμανικό ναζισμό. Τα γερμανικά στρατεύματα έφτασαν μέχρι το Νοβοροσίσκ, βορειότερα του Σότσι, όπου και καθηλώθηκαν έως την έναρξη της αποχώρησής τους μετά τη συντριβή στο Στάλινγκραντ (Βόλγκογκραντ σήμερα).
Η Σοφία Προκοπίδου γράφει: «Το 1949 ο ελληνισμός της πόλης εκδιώχθηκε μαζί με όλο τον ελληνισμό της Μαύρης Θάλασσας. Είκοσι χρόνια μετά επιστρέφουν οι πρώτοι Ελληνες στο Σότσι και μόνο στις αρχές της δεκαετίας του ’90 επαναδραστηριοποιούνται κάνοντας την παρουσία του ελληνικού στοιχείου της περιοχής ιδιαίτερα αισθητή».
Τα χρόνια που ακολούθησαν τις σταλινικές διώξεις υπήρξαν πέτρινα χρόνια για τους Ελληνες του Σότσι, αλλά και όλης της Σοβιετικής Ενωσης. Η ελληνική παιδεία είχε τεθεί εκτός νόμου, οι ελληνικές σοβιετικές εφημερίδες είχαν απαγορευτεί, οι θεατρικοί όμιλοι καταργήθηκαν και πάνω απ’ όλα καταργήθηκαν οι Αυτόνομες Ελληνικές Περιοχές που ενέπνεαν το συναίσθημα της κρατικής υποστήριξης της ελληνικής μειονότητας.
Η δεκαετία του ’40 θα είναι επίσης μια δύσκολη εποχή. Αρκετοί σοβιετικοί Ελληνες θα χάσουν τη ζωή τους στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού στον πόλεμο ενάντια στον γερμανικό ναζισμό. Τα γερμανικά στρατεύματα έφτασαν μέχρι το Νοβοροσίσκ, βορειότερα του Σότσι, όπου και καθηλώθηκαν έως την έναρξη της αποχώρησής τους μετά τη συντριβή στο Στάλινγκραντ (Βόλγκογκραντ σήμερα).
Η Σοφία Προκοπίδου γράφει: «Το 1949 ο ελληνισμός της πόλης εκδιώχθηκε μαζί με όλο τον ελληνισμό της Μαύρης Θάλασσας. Είκοσι χρόνια μετά επιστρέφουν οι πρώτοι Ελληνες στο Σότσι και μόνο στις αρχές της δεκαετίας του ’90 επαναδραστηριοποιούνται κάνοντας την παρουσία του ελληνικού στοιχείου της περιοχής ιδιαίτερα αισθητή».
Χαρακτηριστική ήταν η αναφορά του Γιάννη Χαραλαμπίδη, εκπροσώπου από το Σότσι στο ιστορικό 1ο Πανενωσιακό Ιδρυτικό Συνέδριο των Ελλήνων της ΕΣΣΔ που έγινε τον Μάρτιο του ’91 στην πόλη Γελεντζίκ της Νότιας Ρωσίας, για την πληθυσμιακή εξέλιξη στις περιοχές που χτυπήθηκαν από τις σταλινικές εκκαθαρίσεις: «...Το σχεδιάγραμμα της πορείας του ελληνικού πληθυσμού έχει πτώσεις και ανόδους. Εκεί που ήταν η χρονολογία 1937, ο χρόνος των διωγμών, η γραμμή πήγαινε απότομα προς τα κάτω. Για πολλά χρόνια ήταν οριζόντια και μόνο αργότερα άρχισε να ανεβαίνει. Σιγά σιγά προς τα πάνω, σημειώνοντας την αύξηση του ελληνικού πληθυσμού της περιοχής».
Προσπάθεια αναγέννησης
Η ελπίδα για την αναγέννηση του σοβιετικού ελληνισμού θα εμφανιστεί με την Περεστρόικα. Εντονες υπήρξαν οι προσπάθειες για την επαναλειτουργία των ελληνικών σχολείων. Ο Γεώργιος Αναστασιάδης, πρόεδρος του Ελληνικού Συλλόγου «Ενωση» του Σότσι είπε τα εξής σε μια συνέντευξη που παραχώρησε στη δημοσιογράφο Σοφία Προκοπίδου: «Η προσπάθεια για την αναγέννηση των ελληνικών σχολείων έγινε στις αρχές του ’80. Οι πρώτες ελληνικές σχολές λειτούργησαν μόνο δύο χρόνια καθώς ακολούθησε το διάταγμα των σοβιετικών αρχών με το οποίο διατάσσονταν το κλείσιμο των ελληνικών σχολείων. Το πρόσχημα ήταν ότι οι μαθητές μάθαιναν και τραγουδούσαν τον Εθνικό Υμνο της Ελλάδας».
Η άτυπη ηγεσία της μειονότητας, που απαρτιζόταν από τους κομματικούς και διανοούμενους Ελληνες, προσπάθησε να συγκροτήσει τον πληθυσμό με διεκδικητικά συνέδρια. Κορυφαία έκφραση αυτής της κινητοποίησης υπήρξε το συνέδριο που έγινε τον Μάρτιο του ’91 στο Γελεντζίκ. Οι Ελληνες του Σότσι πρωταγωνίστησαν σ’ αυτήν τη διαδικασία της πολιτικής αναγέννησης. Μία από τις συνδιασκέψεις πριν από το Συνέδριο του Γελεντζίκ έγινε στο Σότσι και σ’ αυτό συμμετείχαν εκπρόσωποι από όλες τις κοινότητες των Ελλήνων, ακόμα και από το Καζαχστάν και το Ουζμπεκιστάν της Κεντρικής Ασίας. Στη Συνδιάσκεψη του Σότσι κατατέθηκε η βούληση των εκτοπισμένων στην Κεντρική Ασία να απαιτηθούν νομικές εγγυήσεις ώστε να μπορέσουν να παλιννοστήσουν στους τόπους της Μαύρης Θάλασσας απ’ όπου εκτοπίστηκαν. Επίσης φαίνεται ότι σ’ αυτή τη Συνδιάσκεψη συζητήθηκε το αίτημα για την επανασύσταση των Αυτόνομων Σοβιετικών Ελληνικών Περιοχών που είχε καταργήσει ο Στάλιν. Το αίτημα για τη δημιουργία μιας Αυτόνομης Ελληνικής Περιοχής στην παραλιακή περιοχή της Νότιας Ρωσίας υπερψηφίστηκε στο Συνέδριο του Γελεντζίκ. Ο εκπρόσωπος του Ελληνικού Συλλόγου του Σότσι είπε στην εισήγησή του: «...Ο λαός μας στην ΕΣΣΔ βρίσκεται στα όρια του αφανισμού. Και την κρίσιμη αυτή στιγμή πάλι αμφιβάλλουμε, έχουν οι Ελληνες ανάγκη σήμερα την εδαφική αυτονομία; Ή μπορούμε να περιμένουμε ακόμα καμιά εικοσαριά χρόνια; Οχι φίλοι. Είναι η τελευταία μας δυνατότητα, που ακόμα μπορεί να σώσει τον λαό μας. Να του δώσει τη δυνατότητα να αναγεννηθεί και να αρχίσει μια νέα πορεία...».
Λίγους όμως μήνες μετά το Συνέδριο του Γελεντζίκ η μεγάλη Σοβιετική Αυτοκρατορία κατέρρευσε και μια νέα Οδύσσεια περίμενε τον πολύπαθο ελληνισμό της περιοχής.
Η παρευξείνια ομογένεια δεν αξιοποιήθηκε από την Ελλάδα
Οι ελίτ της «μικράς πλην εντίμου Ελλάδος» ουδέποτε συνειδητοποίησαν ότι η παρουσία του πληθυσμού αυτού υπήρξε ένα απρόσμενο –αλλά αναξιοποίητο– δώρο που έκανε η Ιστορία στη σύγχρονη Ελλάδα. Γνωρίζουμε ότι τις παραμονές της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ενωσης οι Ελληνες ξεπερνούσαν τις 500.000. Από αυτούς οι 358.000 δήλωναν επισήμως την καταγωγή τους, διακινδυνεύοντας την κοινωνική τους εξέλιξη, δεδομένου ότι η εσωτερική σοβιετική πολιτική απέναντι σε μειονότητες που είχαν χώρα αναφοράς στον δυτικό κόσμο, ήταν ιδιαιτέρως επιφυλακτική από την εποχή των σταλινικών διώξεων. Ο Γαβριήλ Ποπώφ, ο Ελληνας δήμαρχος της Μόσχας την εποχή της Περεστρόικας, είχε καταθέσει την εκτίμηση ότι ο συνολικός πληθυσμός, συμπεριλαμβανομένων και των μεικτών γάμων, έφτανε το ένα εκατομμύριο. Ακόμα και σήμερα –παρά τη μεγάλη αιμορραγία που προκάλεσε η μετανάστευση 250.000 ομογενών στην Ελλάδα και την Κύπρο– η ελληνική παρουσία στον παρευξείνιο χώρο της Ρωσίας, της Ουκρανίας και της Γεωργίας παραμένει σημαντική.
* Ο κ. Βλάσης Αγτζίδης (http://kars1918.wordpress.com) είναι διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας και μαθηματικός.
to πνεύμα των αγώνων ,η αίγλη του θεάματος με καθήλωσαν για πρώτη φορά στην καρέκλα για να απολαύσω αθλήματα και αθλητές- ες στην αμιλα για την νίκη..Ηταν μια υπέρλαμπρη γιορτή.
ReplyDelete