Ο Οιδίπους στην Αμερική του ’44
«Νέμεσις», το τελευταίο μυθιστόρημα του Φίλιπ Ροθ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις
Του Ηλια Μαγκλινη
Δικαίως σε ένα από τα τελευταία τεύχη του The New York Review of Books, ο νομπελίστας Τζ. Μ. Κουτσί διακρίνει στο τελευταίο μυθιστόρημα του Φίλιπ Ροθ «Νέμεσις» έναν αέρα «οιδιπόδειας τραγωδίας». Η αναλυτική προσέγγιση του Κουτσί δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο εύστοχη. Μην περιμένει όμως κανείς να βρει γιους και μητέρες ή κόρες με πατέρες σε αδιέξοδα και ψυχοβγαλτικές καταστάσεις (όπως συμβαίνει σε πολλά από τα παλαιότερα βιβλία του Ροθ). Το στοιχείο της αρχαίας τραγωδίας, και ειδικά του Οιδίποδα, στο «Νέμεσις», εστιάζεται στο εξής: όπως και ο Οιδίπους, έτσι και ο κεντρικός πρωταγωνιστής του βιβλίου, δεν πληρώνει για τα κρίματα αλλά για την άγνοιά του.
Δοσμένος στο καθήκον
Στην εβραϊκή κοινότητα του Νιούαρκ, το καλοκαίρι του 1944, ξεσπάει επιδημία πολιομυελίτιδας. Ο 23χρονος Μπάκι Κάντορ, ένας σοβαρός, στιβαρός νέος με ηγετικά προσόντα, ταπεινός όμως και δοσμένος στο καθήκον, ως γυμναστής και διευθυντής της τοπικής παιδικής χαράς, αναλαμβάνει την προστασία των παιδιών, είτε στο καυτό και υγρό Νιούαρκ είτε στην ειδυλλιακή κατασκήνωση. Ο μεγάλος καημός του Μπάκι ήταν ότι δεν μπόρεσε να ακολουθήσει τους άλλους συνομηλίκους του στα διάφορα μέτωπα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου εξαιτίας της όρασής του, ενώ η μεγάλη του παρηγοριά είναι ο δεσμός του με μια κοπέλα, τη Μάρσια, που επίσης τον αγαπάει πολύ.
Το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος κυλάει μάλλον υποτονικά και απέχει πολύ από τον γεμάτο δυναμισμό Ροθ που ξέραμε έως περίπου και τη «Συνωμοσία εναντίον της Αμερικής». Ωστόσο, η πλοκή εδράζεται σε πολύ γερά θεμέλια, είναι συνεκτική, ο μύθος ξεδιπλώνεται παραμένοντας ευσύνοπτος, στέρεος. Εκεί που το κείμενο παίρνει μια κλειστή, ενδιαφέρουσα στροφή είναι στο δεύτερο μέρος του, και ειδικά προς το φινάλε, όπου και αποκαλύπτεται ποιος μιλά (έως κάποιο σημείο έχει κανείς την αίσθηση ότι πρόκειται για παντεπόπτη αφηγητή, ένα κλασικό τρίτο πρόσωπο), που δεν είναι άλλος παρά ένας ενήλικας που το 1944 είχε προσβληθεί από την αρρώστια.
Ο εκτενής διάλογός του με τον γηραιό πλέον Μπάκι μάς φέρνει αντιμέτωπους με μιαν αποκάλυψη («αναγνώριση» θα την έλεγε ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του) - και για όσους η πλοκή είναι βασική στο να αγοράσουν το βιβλίο ας εγκαταλείψουν τώρα την ανάγνωση αυτής της παρουσίασης: ο βασικός υπεύθυνος της επιδημίας είναι ο ίδιος ο Μπάκι, ο οποίος ως φορέας του ιού και ερχόμενος σε συνεχή επαφή με τα παιδιά, σπέρνει (εν αγνοία του) τον όλεθρο. Οταν κάποια στιγμή προσβάλλεται και ο ίδιος (οπότε συνειδητοποιεί ότι αυτός ευθύνεται για τον «λοιμό» που έχει πέσει στην πόλη), με αποτέλεσμα να παραμορφωθεί το σώμα του, αποκλείει από τη ζωή του την κοπέλα που υπεραγαπά. Οσο κι αν η τελευταία επιμένει ακόμα να τον παντρευτεί, ο Μπάκι, με όλο τον πόνο και την οδύνη της ψυχής του, «εξορίζει τα μάτια του».
Το τελευταίο μέρος του «Νέμεσις» μας θυμίζει τον παλαιό, γεμάτο δραματική ένταση και συγκίνηση Ροθ της δεκαετίας του ’90. Κυρίως, μας φέρνει και πάλι σε επαφή με έναν συγγραφέα που διέθετε την ικανότητα όχι να περιγράφει ή να αντιγράφει παθητικά καταστάσεις, αλλά να πραγματώνει μύθους και οι χαρακτήρες του να ματώνουν στα χέρια σου. Ο διάλογος με τον οποίο φτάνει στην κορύφωσή του το «Νέμεσις», που κάθε τόσο μετατρέπεται σε μονόλογο του Μπάκι, μας υπενθυμίζει με τον πιο γλαφυρό τρόπο ότι η Ατη, η Νέμεσις του νεαρού στο βιβλίο έρχεται όταν σπάζει τους δεσμούς του που τον ενώνουν με τους άλλους. Ο αφηγητής δυσκολεύεται να αποδεχθεί την ενοχή του Μπάκι. Οπως και ο Οιδίπους, είναι αθώος πλην όμως συμβαίνει κάτι βασικό: αγνοεί την άγνοιά του κι αυτό, σε κάθε περίπτωση, συνιστά τεκμήριο ενοχής. Το «Νέμεσις» απογειώνεται αργά αλλά φτάνει ψηλά.
- Philip Roth, «Νέμεσις» μτφρ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Πόλις
No comments:
Post a Comment