Το φάντασμα της οπερέτας |
Του Τάκη Θεοδωρόπουλου |
Οταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επέστρεψε στην Ελλάδα το 1974, η διοίκηση ήταν σε κατάσταση πανικού, τα ερείπια της χούντας λειτουργούσαν σαν ελεύθεροι σκοπευτές και η Τουρκία προέλαυνε στην Κύπρο και απειλούσε τα νησιά του Αιγαίου. Απ’ αυτήν την άποψη τα πράγματα ήσαν χειρότερα από ό,τι είναι σήμερα. Οπως λέει ο Αγγελος Βλάχος στο βιβλίο του «Αποφοίτηση», προσπαθούσαν να βρουν επαφή στην Ουάσιγκτον, όμως το τηλέφωνο δεν το σήκωνε κανείς. Η κυβέρνηση Νίξον παράπαιε εν μέσω Γουότεργκεϊτ. Ο Καραμανλής είχε βέβαια την ανεπιφύλακτη συμπαράσταση του Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν. Είχε όμως και κάτι πολυτιμότερο: η αποκατάσταση της Δημοκρατίας ήταν το ρεύμα που παρέσυρε την ελληνική κοινωνία στο πλευρό του, ασχέτως πολιτικής ένταξης. Αν και η περίφημη αντίσταση κατά της χούντας ήταν εντοπισμένη σε μερικές ομάδες του πληθυσμού, αν και η πλειονότητα είχε δείξει ανοχή απέναντι στους συνταγματάρχες, τα αισθήματα είχαν αντιστραφεί. Η σκληρή δικτατορία του Ιωαννίδη και η ανασφάλεια της εξωτερικής απειλής υπήρξαν οι καταλύτες της μεταστροφής. Η ελληνική κοινωνία αισθάνθηκε εγκλωβισμένη μέσα στην καταθλιπτική απομόνωση του καθεστώτος των συνταγματαρχών. Η αποκατάσταση της Δημοκρατίας σηματοδοτούσε την έξοδό της από την απομόνωση. Απ’ αυτή την άποψη τα πράγματα τότε ήσαν πολύ καλύτερα από ό,τι είναι σήμερα. Στις αρχές του καλοκαιριού πέρυσι, η κυβέρνηση Παπαδήμου παραιτήθηκε και η χώρα οδηγήθηκε στις διπλές εκλογές. Ας ξεχάσουμε τους ευγενείς εγωισμούς και τις φιλοδοξίες μιας πολιτικής τάξης που διαπρέπει στην αυταρέσκεια και τον άστοχο ναρκισσισμό. Και ας υποθέσουμε ότι ο λόγος που οι πολιτικοί μας ταγοί αποφάσισαν να τελειώνουν με την κυβέρνηση Παπαδήμου ήταν «πολιτικός». Επρεπε να γίνουν οι μεταρρυθμίσεις που η χώρα είχε δεσμευθεί να κάνει όταν υπέγραψε το Μνημόνιο 2. Δεν χρειάζεται να έχεις βγάλει τα μάτια σου διαβάζοντας πολιτική Ιστορία για να ξέρεις ότι τόσο ριζικές μεταρρυθμίσεις απαιτούν, αν όχι κοινωνική συναίνεση, τουλάχιστον κοινωνικές συμμαχίες, οι τεχνοκράτες δεν διακρίνονται για τη γοητεία που ασκούν στον κόσμο έξω από το γραφείο τους, ως εκ τούτου την κατάσταση έπρεπε να την πάρουν στα χέρια τους πολιτικοί. Και εγένετο φως, κυβέρνηση τρισυπόστατος αλλά ομοούσιος. Η συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ δεν πρόσφερε μόνον την απαραίτητη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Υποτίθεται ότι συνεισέφερε και στην κοινωνική αποδοχή των μεταρρυθμίσεων, οι οποίες υποτίθεται ότι θα ήταν το μείζον εθνικό έργο της κυβέρνησης. Αχ, αυτός ο υποθετικός λόγος. Πόσο καλά περιγράφει το περίπου της ζωής μας, το περίπου της σχέσης των λέξεων και των λόγων μας με την πραγματικότητα. Ενα χρόνο μετά, με μεταρρυθμίσεις των οποίων το πολιτικό κόστος προεξοφλήθηκε χωρίς να πραγματοποιηθούν, αντί να προσφέρουν κοινωνική αποδοχή, έχασαν και όση διέθεταν ώς τότε. «Αηδιασμένοι, μπουχτισμένοι, σχεδόν πισθάγκωνα δεμένοι», που έλεγε και ο Εμπειρίκος, παρακολουθούμε την οπερέτα της κοινοβουλευτικής λογιστικής κάθε φορά που ένα μεταρρυθμιστικό νομοσχέδιο πρόκειται να γίνει νόμος. Πολλώ μάλλον όταν πρόκειται για πολυνομοσχέδιο. Ποιος θα ψηφίσει, ποιος μεγιστάνας της πολιτικής θα υψώσει το ανάστημά του. Εκείνο που μένει να ανακαλύψουμε είναι ποιες κοινωνικές δυνάμεις είναι σε θέση, και έχουν τη δύναμη, να συμπαρασταθούν στη μεταρρύθμιση ενός οικοδομήματος που στέγασε την ελληνική κοινωνία για σχεδόν δύο αιώνες. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι ο μικρομεσαίος, μικροϊδιοκτήτης, μικροεπιχειρηματίας θα ήταν έτοιμος να συμπαρασταθεί στον περιορισμό του δημόσιου τομέα. Ομως όταν έχει εξουθενωθεί πληρώνοντας φόρους για να συντηρήσει τον επιθανάτιο ρόγχο του τυραννόσαυρου, και διάθεση να έχει, δεν έχει τη δύναμη. Το ενάμισι εκατομμύριο των ανέργων μήπως; Είπε κανείς ότι η κατάργηση της Δημοτικής Αστυνομίας θα τους βοηθήσει να βρουν δουλειές; Απλώς θα φέρει μερικούς ακόμη συμπολίτες μας στην απελπιστική κατάστασή τους. Οι άξιοι δημόσιοι υπάλληλοι; Μα ποιος ενδιαφέρθηκε να αναγνωρίσει την αξία τους για να συμμαχήσουν μαζί του; Τους έχουν κόψει στα δύο τις αμοιβές, εξισώνοντάς τους με τους ανάξιους. Τους απειλούν με απόλυση την ίδια ώρα που τους ζητούν καλύτερη απόδοση. Πιστεύω στην πολιτική επειδή πιστεύω στη δημοκρατία. Η δημοκρατία δεν αποκλείει αυταρχισμό, όμως και ο αυταρχισμός έχει την τέχνη του. Στο κάτω κάτω και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Ανδρέας Παπανδρέου αυταρχικοί ηγέτες υπήρξαν. Απλώς ήσαν πολιτικοί. Ηξεραν πως, ακόμη κι αν δεν πετύχουν τη συναίνεση, τους χρειάζονταν κοινωνικοί σύμμαχοι. Σήμερα η ελληνική κοινωνία έχει τον ρόλο του φαντάσματος στην οπερέτα των μεταρρυθμίσεων. Ο πατερναλισμός του κυρίου Σαμαρά ακούγεται φάλτσος, ο «γκρεμιστής» κύριος Τσίπρας παίζει με τους συνήθεις αναχρονισμούς. Το ενδιάμεσο δεν υπάρχει. καθημερινή |
Monday, July 15, 2013
το φάντασμα της οπερέτας
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment