Wednesday, August 26, 2015

Η «αυτοδιόρθωση» της αθηναϊκής Δημοκρατίας και η γραφή παρανόμων

Αγγελική Κοσμοπούλου Headshot

Η «αυτοδιόρθωση» της αθηναϊκής Δημοκρατίας και η γραφή παρανόμων

Δημοσιεύθηκε: Ενημερώθηκε: 
ATHENS
Εκτύπωση
Συνηθίζουμε να λέμε πως «στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα». Λέμε επίσης πως «ο λαός είναι ώριμος», «ο λαός ξέρει», «ο λαός έχει και μνήμη και κρίση». Και, όταν κάποτε τα πράγματα στραβώνουν, υποστηρίζουμε -λίγο πιο χαμηλόφωνα- πως «ο λαός παραπλανήθηκε». Γυρίζοντας, ωστόσο, αρκετούς αιώνες πίσω, διαπιστώνουμε πως στην αρχαία Αθήνα, την κοιτίδα της δημοκρατίας, υπήρχαν και πρόβλεψη για τη θωράκιση από επιζήμιες αποφάσεις του «παραπλανημένου λαού» αλλά και τρόποι αποκατάστασης από τυχόν ζημίες.
Η Αθήνα των κλασικών χρόνων γέννησε την πιο εξελιγμένη μορφή δημοκρατίας πριν τη σύγχρονη εποχή. Το 508 π.Χ. ο αθηναϊκός λαός ξεσηκώθηκε απέναντι σε έναν ακόμα πολιτικό αρχηγό που αποπειράθηκε να εγκαταστήσει τυραννία. Τον έδιωξε, μαζί με τα ξένα στρατεύματα που στήριζαν την προσπάθειά του, ενώ συνέλαβε και εκτέλεσε τους αριστοκράτες υποστηρικτές του. Ο αθηναϊκός λαός δεν μπορούσε πλέον να ανεχθεί τους βίαιους ανταγωνισμούς της πολιτικής ελίτ. Στο αίτημά του για αλλαγές ανταποκρίθηκε ο Κλεισθένης που, με τις μεταρρυθμίσεις του, έδωσε δύναμη στην Εκκλησία του Δήμου και στη Βουλή - ένα νέο σώμα με 500 μέλη που αποτελούσαν τους τελικούς κριτές των λαϊκών αποφάσεων. Μέχρι το 450 π.Χ. οι πολίτες ενίσχυσαν τη νεόκοπη δημοκρατία, παίρνοντας αποφάσεις για εύρος θεμάτων και αναθέτοντας στον ίδιο το λαό την απονομή της δικαιοσύνης και την επίβλεψη των κρατικών αξιωματούχων.
Αναπόσπαστο στοιχείο της δημοκρατίας ήταν η συμμετοχή του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού πολιτών στη διακυβέρνηση. Θεωρητικά, όλοι οι Αθηναίοι πολίτες μπορούσαν να παρακολουθούν τις συνεδριάσεις τις Εκκλησίας του Δήμου, να απευθύνονται σε αυτήν στους συμπολίτες τους, να συμμετέχουν στα δικαστήρια, αλλά και να διεκδικούν με κλήρο συμμετοχή στα αξιώματα.
Δημοκρατικό στην αφετηρία του, αυτό το σύστημα διακυβέρνησης δεν ήταν χωρίς προβλήματα. Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, τα κριτήρια που έπρεπε να πληρούν οι αξιωματούχοι δεν περιλάμβαναν την εμπειρία ή την καταλληλότητα, ενώ το γεγονός πως καθένας μπορούσε να εισηγηθεί και να στηρίξει την άποψή του ενίοτε οδηγούσε σε αρνητικά αποτελέσματα για την πόλη. Η συνειδητοποίηση αυτών των ατελειών οδήγησε στην εισαγωγή περιορισμών στη νομοθετική δύναμη -ή, μάλλον, ασυδοσία- του Δήμου, σε μια κορυφαία έκφραση λαϊκού αυτοπεριορισμού.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της «αυτοδιόρθωσης» ήταν η γραφή παρανόμων, μια ποινική κατηγορία η οποία αφορούσε όσους παραβίαζαν το νόμο. Στην Αθήνα, οι νομοθετικές διαδικασίες ξεκινούσαν από τον Δήμο και κατέληγαν σε αυτόν. Κάθε πολίτης είχε το δικαίωμα να διατυπώσει νομοθετικές προτάσεις και να τις εισηγηθεί στους συμπολίτες του στην Εκκλησία του Δήμου. Εφόσον εγκρίνονταν από την Εκκλησία, οι προτάσεις αυτές γίνονταν ψηφίσματα, από τα οποία ορισμένα είχαν τον χαρακτήρα των σύγχρονών μας υπουργικών αποφάσεων ή διοικητικών πράξεων και άλλα την ισχύ νόμων. Αφότου ένα ψήφισμα είχε εγκριθεί από την Εκκλησία του Δήμου, κάθε πολίτης μπορούσε να οδηγήσει τον εισηγητή του -του οποίου το όνομα αναγραφόταν στο ψήφισμα- σε δίκη, υποστηρίζοντας πως ήταν επιζήμιο και αντέβαινε στους νόμους της πόλης («ως παρά τους νόμους το ψήφισμ' είρηται» και «ασύμφορον έστι τη πόλει...», Δημοσθένης, Κατά Αριστοκράτους 23.18). Όταν ξεκινούσε μια τέτοια δίκη, το ψήφισμα έπαυε να ισχύει μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε ένα από τα λαϊκά δικαστήρια της πόλης. Εάν ο εισηγητής κρινόταν ένοχος για αντισυνταγματική συμπεριφορά, το ψήφισμα ακυρωνόταν αυτόματα και ο εισηγητής τιμωρούνταν με πρόστιμο ή και θάνατο. Τρεις καταδίκες οδηγούσαν τον κατηγορούμενο σε ατιμία, δηλαδή στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων.
Το μέτρο της γραφής παρανόμων άρχισε να ισχύει στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ. Αρχικά χρησίμευσε ως προστασία της δημοκρατίας και δικλείδα ασφαλείας απέναντι σε όσους την απειλούσαν. Στόχος του ήταν κυρίως να περιορίσει τα δεινά που οφείλονταν στην κατάχρηση της παντοδυναμίας του Δήμου, ιδίως όταν αυτός παρασυρόταν από ιδιοτελείς προτάσεις ή δημαγωγία. Τρία, κυρίως, στοιχεία αυτής της πρακτικής έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους σύγχρονούς μας. Το πρώτο είναι η δυνατότητα κάθε πολίτη να παρέμβει καίρια για θέματα που αφορούσαν το δημόσιο συμφέρον. Δεύτερο στοιχείο είναι η διερεύνηση και διευθέτηση του προβλήματος από τον ίδιο τον λαό. Σε αντίθεση με τα ισχύοντα στη σύγχρονη εποχή, όπου οι νομοθετικές αποφάσεις κρίνονται από ολιγομελή αντιπροσωπευτικά σώματα και κάποτε υπάρχει η δυνατότητα της άσκησης βέτο, στην αρχαία Αθήνα ήταν ο ίδιος ο λαός, ως σώμα δικαστών, που έκρινε τις αποφάσεις των πολιτών στην Εκκλησία. Τρίτο ήταν η αποδοχή της ατομικής ευθύνης, η οποία δεν περιοριζόταν στους αξιωματούχους αλλά επεκτεινόταν σε πρόσωπα που δεν κατείχαν δημόσιο αξίωμα. Η γραφή παρανόμων δεν στρεφόταν εναντίον του Δήμου, αλλά εναντίον των πολιτών που τον παρέσυραν σε παράνομες και βλαπτικές αποφάσεις.
Η εφαρμογή του μέτρου δεν ήταν απρόσκοπτη. Το πρώτο πλήγμα ήρθε το 411 π.Χ., όταν δύο ολιγαρχικοί προσπάθησαν και πέτυχαν να εγκαθιδρύσουν στην πόλη ολιγαρχικό πολίτευμα. Οι μεθοδεύσεις τους που προηγήθηκαν του «πραξικοπήματος» περιλάμβαναν μεταξύ άλλων τη χρήση της γραφής παρανόμων για να ελεγχθεί ο λαός και να παρεμποδιστούν αναγκαίες μεταρρυθμίσεις.
Η γραφή παρανόμων εφαρμόστηκε ξανά στον 4ο αιώνα π.Χ., με την αποκατάσταση της δημοκρατίας, και χρησιμοποιήθηκε συχνά στη διάρκειά του. Λειτούργησε τόσο προληπτικά, αποθαρρύνοντας όσους ήθελαν να εξαπατήσουν τον Δήμο, όσο και κατασταλτικά, οδηγώντας στην ακύρωση προβληματικών αποφάσεων. Ωστόσο, όπως μαρτυρούν οι αρχαίες πηγές, η χρήση της δεν ήταν πάντοτε η ενδεδειγμένη. Παρότι θεσμοθετήθηκε ως μέτρο για την προστασία της δημοκρατίας, η γραφή παρανόμων χρησιμοποιήθηκε ορισμένες φορές για να πλήξει πολιτικούς αντιπάλους και έγινε δημοφιλής μέθοδος για την υποβολή κατηγορίας εναντίον εξεχόντων πολιτικών ανδρών που υπέβαλλαν συχνά προτάσεις στην Εκκλησία. Σε αυτό το πλαίσιο, φαίνεται πως ορισμένες φορές αντικατέστησε τον οστρακισμό που είχε καταργηθεί από το 416 π.Χ. Επίσης, χρησιμοποιήθηκε για την τακτοποίηση «προσωπικών λογαριασμών», με αληθινές αλλά και με ψευδείς κατηγορίες. Εκτός από τη χρήση του για ίδιους σκοπούς, το μέτρο ενίοτε έφερε αποτελέσματα αντίθετα από τα επιθυμητά, καθώς χρησιμοποιήθηκε για να εμποδίσει μεταρρυθμίσεις και θεσμικές αλλαγές που κρίνονταν αναγκαίες από τον λαό.
Η σοβαρότητα των ποινών που αφορούσαν τη γραφή παρανόμων έκανε τους Αθηναίους να αναζητήσουν τρόπους για να την αποφύγουν. Για παράδειγμα, προκειμένου να παρακάμψουν οι ίδιοι τον κίνδυνο μιας κατηγορίας, οι ρήτορες, οι πιο σταθεροί αγορητές στην Εκκλησία του Δήμου, έβαζαν συχνά βοηθούς τους να εμφανιστούν ως εισηγητές των πιο «επισφαλών» προτάσεων, κρατώντας για τον εαυτό τους το ρόλο του απλού υποστηρικτή τους. Επίσης, βρήκαν ένα «παραθυράκι», μια διαδικασία που απομάκρυνε από τον εισηγητή μιας πρότασης τις κυρώσεις της γραφής παρανόμων. Πρόκειται για τη διαδικασία της «άδειας», σύμφωνα με την οποία ένας πολίτης ζητούσε εκ των προτέρων από το Δήμο να δώσει την συγκατάθεσή του για να κάνει μια παράνομη πρόταση. Αν έπαιρνε την άδεια, προχωρούσε χωρίς φόβο να κατηγορηθεί. Για να πάρει, ωστόσο, την άδεια χρειαζόταν να εξασφαλίσει στην ψηφοφορία που ακολουθούσε τουλάχιστον 6000 ψήφους, όπως ακριβώς προβλεπόταν για τον οστρακισμό.
Η ενθουσιώδης συμμετοχή των πολιτών στην άσκηση της νομοθετικής εξουσίας οδήγησε σε άτακτη παραγωγή ψηφισμάτων και αυτή, με τη σειρά της, σε μια «άναρχη πολυνομία», κατά τον Μιχάλη Σακελλαρίου. Αυτή η συνειδητοποίηση, η οποία περιστασιακά θεραπεύτηκε και από τη γραφή παρανόμων, ωρίμασε την ανάγκη για μετάβαση από τη ριζοσπαστική φάση της δημοκρατίας σε μια ηπιότερη. Σε αυτό το πλαίσιο, στα τέλη του 5ου και στις αρχές του 4ου αι. π.Χ. οι αθηναϊκοί νόμοι εκκαθαρίστηκαν από τη Βουλή, δημιουργήθηκε ο θεσμός των νομοθετών, ενώ θεσμοθετήθηκε επίσης η ετήσια αναθεώρηση νόμων (επιχειροτονία). Έκτοτε, η γραφή παρανόμων μπορούσε να ισχύσει για ψηφίσματα, όχι όμως πλέον για τους νόμους.
Ενδεικτική βιβλιογραφία 
Αισχίνης, Κατά Κτησιφώντος
Δημοσθένης, Κατά Νεαίρας
Δημοσθένης, Περί Στεφάνου 
Ι. Giannadaki, "The time limit (prothesmia) in the graphe paranomon", Dike 17 (2014), 15-34
E. M. Harris - L. Rubinstein (επιμ.), The Law and the Courts in ancient Greece (Λονδίνο 2004)
D. Pritchard, War, Democracy and Culture in Classical Athens (Καίμπριτζ 2014)
Μ. Β. Σακελλαρίου, Η Αθηναϊκή Δημοκρατία (Ηράκλειο 1999)
H. Yunis, "Law, Politics, and the Graphe Paranomon in Fourth-Century Athens", GRBS 29 (1988) 361-82.

No comments:

Post a Comment