Στοχασμοί
του Ανδρέα Λασκαράτου (1811-1901)
Κάθε άλλο μου σύγγραμμα, είναι απλώς μόνον σύγγραμμά μου·
οι Στοχασμοί μου όμως είμαι εγώ.
Όταν ένας πολιτικός χάρτης αρχίζει να γένεται ΄μπόδιο στην ευημερία της κοινωνίας, ο χάρτης εκείνος δεν πρέπει πλέον να έχη άλλην αξίαν, παρά εκείνην οπού ήθελε δόσει ο μπακάλης για ναν τον πάρη.
Έθνος μου είναι η τάξη εκείνη των ανθρώπων οι οποίοι αισθάνονται σαν εμέ, φρονούν σαν εμέ και διάγουνε σαν εμέ. Και πατρίδα μου είναι ο τόπος εκείνος όπου οι τοιούτοι άνθρωποι εχτιμούνται.
Η ελευθερία εις τους λαούς είναι σαν τις απολυταριές εις τ΄ αμπέλια. Τ΄ αμπέλια, κατά τες δύναμές τους, μπορούνε να βαστάξουνε περισσότερες ή λιγώτερες απολυταριές χωρίς να βλαφθούνε. Το ίδιο και οι λαοί με τες ελευθερίες.
Δεν είναι δύο σώματα ίσα μεταξύ τους. Δεν είναι δύο ψυχές οπού να μην διαφέρουν ανάμεσό τους. Η φύση φρίττει απέναντι της ισότητος την οποίαν κηρύττουν οι νεότεροι. Η ισότης των πολιτών εμπρός εις τον νόμον, είναι νομοθετική ανάγκη· όχι φυσική αλήθεια. Νομοθετική ανάγκη στην οποίαν αδικείται το καλήτερο μέρος της κοινωνίας, υπέρ του κακητέρου.
Χαιρετώ πρώτος τους ανωτέρους μου, επειδή το θεωρώ χρέος μου. Χαιρετώ πρώτος του κατωτέρους μου, επιθυμώντας να τους δείξω ευπροσηγορία και καλοσύνη. Χαιρετώ πρώτος τους ομοίους μου, επειδή θεωρώ τον χαιρετισμόν ευγένειαν, και φιλοτιμούμαι να ήμαι ευγενικώτερός τους. Μόνον εκείνους οπού δεν γνωρίζω δεν χαιρετώ πρώτος, επειδή δεν τους γνωρίζω.
Η αλήθεια στο στήθος εκείνου που δεν τολμάει ναν την ειπή, είναι σαν τα χρήματα μέσα στο σεντούκι εκείνου που δεν τολμάει ναν τα ξοδεύση. Αλήθεια και χρήματα δεν ωφελούν παρά όταν διαδίδονται, εξοδεύονται.
Το να κλείουμε τα μάτια μας σ΄ εκείνους οπού μας υβρίζουνε, είναι συχνά γενναιότητα. Το ναν τα ανοίγωμε καλά σ΄ εκείνους οπού μας επαινούνε, είναι πάντοτε φρονιμάδα.
Οι λογιώτατοι δίνουν ιδέες κοινές, ενδυμένες με λόγια σοφά. Αν εξεναντίας εδίνανε ιδέες σοφές, με λόγια κοινά ήθελε ωφελούν τόσο, όσο τώρα αδικούνε το Έθνος.
Είναι ένας βαθμός νοημοσύνης ανώτερος από την κοινή νοημοσύνη· και τούτος είναι εκείνος εις τον οποίον, ο άνθρωπος ημπορεί να βλέπη και να κρένη τα σημερινά, καθώς βλέπει και κρένει τα απερασμένα στην ιστορία.
Οι ποιηταί στην Ελλάδα, είναι σαν τους Κόντιδες εις τη Ζάκυνθο, όπου δεν είναι άνθρωπος που να μην είναι κόντες. Αλλοίμονο! Ένα έθνος ποιητάδες, είναι ένας κάμπος με τσιντσίκους. μα τουλάχιστον οι τσιντσίκοι θρέφουνται με τη δροσιά που ο Ύψιστος γνοιάζεται και τους στέλνει αενάως ουρανόθεν· ενώ ο άνθρωπος χρεωστεί να τρώγη το ψωμί του με τον ίδρωτά του.
Δεν είναι αμφιβολία. Ο Θεός έκαμε όλα τα καλά· ο Διάολος έκαμε όλα τα κακά. Ο Θεός έκαμε όλες τες ευκολίες· ο Διάολος έκαμε τες δυσκολίες. Ο Θεός έκαμε τα φαγητά· ο Διάολος έκαμε τες νηστείες. Ο Θεός έδειξε τον γάμον· ο Διάολος έβαλε τα ΄μπόδια στον γάμον. Ο Θεός έδοσε το Ορθό Λογικό· ο Διάολος έμπηξε τες πρόληψες. Ο Θεός είπε, «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε» · ο Διάολος είπε, «γενόσθενε καλόγηροι και κλειόσθενε». Ο Θεός έκαμε τον Παράδεισο· ο Διάολος έκαμε την Κόλαση. Ο Θεός έκαμε την Εκκλησία· ο Διάολος έκαμε τους παπάδες.
Το «Δόξα σοι ω Θεός» εις τες δυστυχίες, είναι μία ειρωνία, μια παρωδία του «Δόξα σοι ω Θεός» εις τες ευτυχίες. Ο Θεός δεν ημπορεί να ευχαριστείται εις αυτήν.
Θεωρούμε το χριστιανισμό ως είδος πολυτελείας. Τον μεταχειριζόμαστε για λούσο και επίδειξη· όχι όμως και στις καθημερινές μας σχέσεις με τους ανθρώπους· γιατί αυτό θα περνιότανε για σπατάλη και ασωτεία.
Μια πατρίδα που στέλνει τα παιδιά της εις το μαγκελιό του πολέμου για ν΄ αποχτήση έχταση, είναι μία μάνα που τρώει τα παιδιά της για να παχύνη.
Γλώσσα φτιασμένη απάνου σε προϋπάρχουσαν γραμματική, είναι γλώσσα συμφωνητική. Μπορεί να χρησιμεύση σ΄ εκείνους οπού εσυμφωνήσανε και την εφτιάσανε, και σ΄ εκείνους τους άλλους οπού εκάμαν΄ τον κόπο και την εμάθανε· αλλά δεν θέλει είναι ποτέ γλώσσα Έθνους.
Τέτοια συμφωνητική γλώσσα εστάθηκε μια φορά στο Ληξούρι η Γραβαρέικη, η οποία τώρα πλέον εξέλιπε· και τέτοια είν΄ ακόμη σήμερα στην Ελλάδα η Λογιοτατίστικη, η οποία με τη γενεά τούτη θέλει εκλείψει.
Ο συγγραφεύς οπού συγγράφει, και δεν δημοσιεύει, είναι σαν τον φιλάργυρο που μαζόνει, και δεν ξοδεύει. Και οι δύο τούτοι πεθαίνουνε χωρίς να χαρούνε τους κόπους τους.
Οι λογιώτατοι, υπεραγαπώντες τη γλώσσα, ομοιάζουνε τους φιλάργυρους, υπεραγαπώντας τον πλούτον. Και οι δύο τούτοι κάνουνε σκοπούς, εκείνα που δεν έπρεπε να ήναι παρά μέσα τους. Και οι δύο τούτοι απατώνται· και, στην απάτη τους, ζημιώνουνε τον εαυτό τους και τον πλησίον τους.
Κανείς δεν σε κατηγορεί να γυρεύης το συμφέρον σου. Αλλά καθένας θέλει σε κατηγορήσει αν, γυρεύοντας το συμφέρον σου, προφασίζεσαι αφιλοκέρδιαν και θυσίαν σου.
Η διάλεχτος των λογιωτάτων, ομοιάζει την διάλεχτον οπού μεταχειριζουμάσθε θέλοντας να μελετήσωμε αισχρότητες· τες οποίες δεν μελετούμε ποτέ με τες καθαυτό τους ονομασίες, αλλά τους αλλάζουμε ονόματα, και τη σύνταξη διαστρέφουμε, και τη σκοτινιάζουμε με περίφρασες, δια να σκεπάζωμε κάπως το εννούμενο.
Οι Έλληνες είμασθε πάρα πολύ φίλαρχοι, δια να ευχαριστηθούμε ποτέ εις άλλο Σύνταγμα παρά το δημοκρατικό· όπου καθένας μας ελπίζει να μπορέση να άρξη.
Όποιος με παρα-χαιρετά
και με παρα-χαϊδεύει,
κάτι από μένα βέβαια
να καρπιστή γυρεύει.
Η κατεργαριά είναι ένα είδος αρμονίας, κατά την οποίαν η κοινωνία ρυθμίζει τα βήματά της.
Δεν είναι παρά οι σκύλοι, που πέρνουν ξελάκου τους κατατρεγμένους.
Η κατάχρηση παύει την κατάχρηση· και κάποτε και τη χρήση.
Για σε αξίζεις ό,τι ξέρεις. Για με αξίζεις ό,τι δείχνεις.
Ο μη-ενάρετος θαυμάζει την αρετή, ως ο μη-ζωγράφος τη ζωγραφία.
Το ψεύδος εις τα χείλη του ψεύτη, είνα πύργος χωρίς θεμέλια.
Η αλήθεια εις την καρδιά μόνον του φιλαλήθη, είναι θεμέλιο χωρίς πύργους.
Όποιος θέλει, βρίσκει καιρό. Όποιος δε θέλει, βρίσκει πρόφαση.
Ο πατέρας είναι η σκέπη της οικογένειας· αλλά η μάνα είναι η ψυχή της οικογένειας.
Βγάνε καλά τη σφαλαγγουνιά! – Όσο δε βγάνεις και το σφαλάγγι, δεν κάνεις τίποτα.
Μην κάμης χάρη του αχάριστου, για να μην τον κάμης εχθρό σου. Το χρέος της ευγνωμοσύνης τονέ βαρένει και τον κακιόνει.
Τα δημόσια πολιτικά επαγγέλματα είναι κρασί δια τους συχναστάς των, και ρούμι μάλιστα δια κάποιους από αυτούς. Οι συχνασταί μεθούνε εις αυτά, και παραδίνουνε δι΄ αυτά ψυχή και σώμα τους.
Ο καλός και τίμιος άνθρωπος δέχεται την ευεργεσία σα μια χάρη, και σαν ένα δάνειον. Ο κακός άνθρωπος δέχεται την ευεργεσία απλώς μόνον ως ωφέλειάν του.
Ο μη-ειλικρινής προφυλάττεται να μην εννοηθή η ανειλικρίνειά του, και ζημιώνεται διπλασίως· επειδή, και η ανειλικρίνειά του εννοείται και η προφύλαξή του.
Εγώ δεν πιστεύω το σύστημα του Δάρουην. Πιστεύω όμως ότι εκείνοι που το πιστεύουνε, θαν αισθάνονται μέσα τους δίκηα τέτοια, δια τα οποία ναν το πιστεύουνε.
Ευχαριστώ τον Θεόν ότι δεν με έκαμε παλιάνθρωπο, αλλά τον μέμφομαι ότι με έβαλε να ζω ανάμεσα σε παλιανθρώπους.
Όταν η κοινωνία τρέχει τον κατήφορον της διαφθοράς, μη διηγείσαι κακοήθη συμβάντα, μήτε κατηγορώντας τα· επειδή τότε κανείς δεν ψηφά την κατηγορίαν σου, αλλά καθένας εμψυχώνεται βλέποντας ότι έχει συντρόφους.
Ανδρέας Λασκαράτος : Στοχασμοί, «Νέος Παλμός» 1975
No comments:
Post a Comment