Πολιτισμός | 27.03.2009
"Οι κούκοι της Βέλικα Χότσα"
Στο νοτιοδυτικό Κοσσυφοπέδιο βρίσκεται ένα μικρό χωριό, απομονωμένος σερβικός θύλακας μέσα στην αλβανική επικράτεια, με λίγα αμπέλια και σιταροχώραφα γύρω-γύρω, και μέσα στο χωριουδάκι δυο σημαντικά σημεία: το σπίτι του παπά και ένα κοντέινερ χωρίς παράθυρα, όπου μαζεύονται οι τρεις γέροι της κοινότητας και ψήνουν κοτόπουλο και τα κουτσοπίνουν και τα λένε. Και λέει ο ένας που είναι νεφροπαθής: «Ξέρεις πώς με προσέχει η Τουρκάλα γιατρός στο νοσοκομείο που πάω κάθε εβδομάδα στην αλβανική πόλη;» Και του λέει ο άλλος: «Εμ, βέβαια οι Τούρκοι έχουν παράδοση στο να κυβερνούν, οι Αλβανοί καθόλου». Και το κοντέινερ το λένε Ραμπουγιέ, όπως τον γαλλικό πύργο έξω από το Παρίσι όπου τον Φεβρουάριο του 1999 έγιναν και απέτυχαν οι ειρηνευτικές συνομιλίες για τη μικρή Γιουγκοσλαβία. Στο Ραμπουγιέ του Κοσσυφοπεδίου μας μεταφέρει 10 ακριβώς χρόνια μετά την έναρξη των νατοϊκών βομβαρδισμών ο συγγραφέας Πέτερ Χάντκε με ένα σύντομο οδοιπορικό που μόλις κυκλοφόρησε. Από τις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα με μια σειρά πεζών ο Χάντκε αντιτάχθηκε στη δαιμονοποίηση αποκλειστικά και μόνο των Σέρβων για την τραγική διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Και δαιμονοποιήθηκε ο ίδιος δεόντως από πολλά ΜΜΕ ως λείκτης του αιμοσταγούς Μιλόσεβιτς. Ας είναι.
Bildunterschrift: Großansicht des Bildes mit der Bildunterschrift: Το Ραμπουγιέ έξω από το Παρίσι
Στο «Ραμπουγιέ» του Κοσσυφοπεδίου
Ο Χάντκε επισκέφθηκε πέρυσι τον Μάιο τη Βέλικα Χότσα και τώρα έχουμε στα χέρια μας τις δουλεμένες σημειώσεις του. Όχι, δεν πρόκειται για ένα κείμενο διεκτραγώδησης των σερβικών δεινών, δεν πρόκειται για μια απόπειρα να γραφεί η ιστορία αυτού του πολέμου, να στηλιτευθούν οι υπαίτιοι, τίποτα απ’ όλα αυτά. Πρόκειται για μια παράταξη εικόνων της σημερινής πραγματικότητας που καλούνται μόνες τους να μιλήσουν: τα άδεια μάτια των κοριτσιών που δεν κοιτάνε πουθενά στους φούρνους της Μιτρόβιτσα πολύ πρωί πριν καν μπουν μέσα οι πρώτοι πελάτες, το αθώο χαμόγελο με το οποίο η αλβανική νεολαία στον άλλο τομέα της Μιτρόβιτσα μοιράζει στους ξένους χάρτες της Μεγάλης Αλβανίας, ο παπα-Μιλένκο στη Βέλικα Χότσα που τον καιρό των βομβαρδισμών τα είχε χάσει και δεν λειτουργούσε και μιλούσε μόνο με τα ζώα στην αυλή, το τρομαγμένο άναυδο ανέκφραστο βλέμμα της Αλβανίδας γερόντισσας στο διπλανό αλβανικό χωριό.
Σήματα στην ξεραμένη λάσπη
Bildunterschrift: Großansicht des Bildes mit der Bildunterschrift: "Οι κούκοι της Βέλικα Χότσα"
Και κυρίως ο δρόμος, ο δρόμος που οδηγεί από το σερβικό στο αλβανικό χωριό, χορταριασμένος αλλά όχι απάτητος, εγκαταλελειμμένος αλλά γεμάτος μαρτυρίες, ο συγγραφέας σκύβει και ανακαλύπτει στην ξεραμένη λάσπη ίχνη από αυτοκίνητα που πέρναγαν κάποτε, ίχνη ποδιών, παπουτσιών, εδώ το ίχνος από ένα ματογυάλι που είχε πέσει, εκεί το χνάρι από μια βαλίτσα που είχαν ακουμπήσει για λίγο κάτω. Τι δηλοί αυτός ο δρόμος; Ζωή, κοινή ζωή, φυσιολογική ροή, που πάγωσε, αναιρέθηκε, έσβησε, δέκα χρόνια μετά τους βομβαρδισμούς. Ο Χάντκε ψάχνει και το μόνο που βρίσκει είναι σημάδια μιας κοινής ζωής που την αρνήθηκαν οι ίδιοι οι άνθρωποι. Το οδοιπορικό λέγεται «Οι κούκοι της Βέλικα Χότσα»: ναι, το μόνο που ακούς εκεί είναι οι κούκοι, πολλοί κούκοι, πολλά στριγκά κελαηδήματα. Ο κούκος μοναχικό και αλλοπρόσαλλο πουλί, μίζερο. Έτσι και οι άνθρωποι σ’ αυτή την περιοχή δέκα χρόνια μετά τους βομβαρδισμούς: ο καθένας μοναχικά λέει το δικό του στριγκό τραγούδι και η ζωή ξεχαρβαλωμένη, λειψή, ένας κόμπος στον λαιμό.
No comments:
Post a Comment