Τον Οκτώβριο του 2011 ο σοσιαλδημοκράτης πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς- ένας πολιτικός που δεν μασάει τα λόγια του- είχε συγκρίνει τη σημερινή πολιτική των Ευρωπαίων ηγετών με το συνέδριο της Βιέννης, δηλαδή τον διαμοιρασμό της γηραιάς ηπείρου σε σφαίρες επιρροής από τις λίγες ευρωπαϊκές δυνάμεις της εποχής μετά από μυστικές διαπραγματεύσεις.
Την εποχή εκείνη η δημοκρατία παρέμενε άγνωστη λέξη. Σήμερα την ευρωπαϊκή νομοθεσία θεωρείται ότι συναποφασίζουν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ως θεσμός των εθνικών κρατών μαζί με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ως εκπροσώπηση των Ευρωπαίων πολιτών. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει το δικαίωμα της νομοθετικής πρωτοβουλίας, ενώ παράλληλα ελέγχει την τήρηση των ευρωπαϊκών συνθηκών.
Αυτά προβλέπονται τουλάχιστον στη θεωρία και στη Συνθήκη της Λισαβόνας. Όμως το σύστημα δεν φαίνεται να λειτουργεί από τότε που ξέσπασε η κρίση χρέους την άνοιξη του 2010. Προσπαθώντας να διασώσουν την Ελλάδα από τη χρεοκοπία οι εκπρόσωποι των κρατών-μελών προχώρησαν σε ad hoc ενέργειες, ιδρύοντας ένα ταμείο διάσωσης με βάση το εταιρικό δίκαιο του Λουξεμβούργου, συνάπτοντας μεταξύ τους διμερείς διεθνείς συμφωνίες και παρακάμπτοντας τα ευρωπαϊκά όργανα και τις ισχύουσες νομοθετικές διαδικασίες. Ο λόγος ήταν προφανής: Ο χρόνος και οι αγορές πιέζουν, ενώ τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα αργούν να πάρουν αποφάσεις.
Δημοκρατικό έλλειμμα σε ευρωπαϊκό επίπεδο
Μάρτιν Σουλτς και Άνγκελα Μέρκελ σε Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελλών
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα εθνικά κοινοβούλια απλώς ενημερώνονται ή εγκρίνουν εκ των υστέρων τις όποιες αποφάσεις που ελήφθησαν εν μέσω νυκτός. Αποκορύφωμα της πρακτικής αυτής ήταν η υπογραφή του συμφώνου δημοσιονομικής πειθαρχίας, η οποία φέρει την υπογραφή των 25 από τα 27 κράτη-μέλη και δεν θα μπορούσε να συναφθεί εντός του υπάρχοντος ευρωπαϊκού θεσμικού πλαισίου. Ακόμα και η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, η οποία επέβαλε το σύμφωνο από κοινού με τον Γάλλο πρόεδρο Νικολά Σαρκοζί, παραδέχθηκε μία συνθήκη εκτός του ισχύοντος πλαισίου δεν ήταν παρά «η δεύτερη καλύτερη λύση».
Η κρίση χρέους αποδεικνύει ότι η γνωστή ρήση «όποιος πληρώνει, αποφασίζει» ισχύει και στην ευρωπαϊκή πολιτική. Από τη στιγμή που μόνο τα κράτη-μέλη έχουν την οικονομική δυνατότητα να διασώζουν άλλα κράτη μέλη, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καθίσταται το κύριο θεσμικό όργανο για την καταπολέμηση της κρίσης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απλώς συντάσσει στατιστικές και εκθέσεις, διαμαρτυρόταν πρόσφατα ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συμμετείχε μόνο στη νομοθεσία για την ενίσχυση του συμφώνου σταθερότητας στα πλαίσια του αποκαλούμενου six pack, ενώ οι βασικές αποφάσεις είχαν ληφθεί χωρίς τη συμμετοχή των ευρωβουλευτών.
Ωστόσο η δημοκρατία δεν θα απέφερε απαραιτήτως και καλύτερη πολιτική για την Ευρώπη, υποστηρίζει ο Χέρφριντ Μύνκλερ, καθηγητής πολιτικών επιστημών στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου, μιλώντας στο περιοδικό «Der Spiegel». Περισσότερη δημοκρατία δεν σημαίνει ότι οι αποφάσεις θα λαμβάνονταν από καλύτερες ευρωπαϊκές ελίτ, υποστηρίζει ο καθηγητής: «Όποιος ζητεί στη σημερινή συγκυρία τον εκδημοκρατισμό της Ευρώπης, παίζει ένα επικίνδυνο παιχνίδι που θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμα και στη διάλυση της Ευρώπης. Προφανώς αυτό δεν έχει γίνει συνείδηση σε όσους θεωρούν τον εκδημοκρατισμό αυτοματοποιημένη αντίδραση στη σημερινή κρίση. Όμως η δημοκρατία έχει ορισμένες προϋποθέσεις, οι οποίες δεν συντρέχουν στη σημερινή Ευρώπη».
Η Ευρώπη δεν απευθύνεται σε έναν λαό ως ενιαία οντότητα, ενώ πάσχει από πολιτικό κατακερματισμό και εθνικές ποσοστώσεις, υποστηρίζει ο καθηγητής Μύνκλερ. Η δυσπιστία απέναντι στην Ευρώπη είναι βαθιά ριζωμένη, όπως αποδεικνύουν τα χαμηλά ποσοστά συμμετοχής στις ευρωεκλογες. «Παρά τα λάθη και τους άκομψους χειρισμούς, οι ελίτ είναι εκείνες που εξακολουθούν να διατηρούν τη συνοχή της Ευρώπης. Μήπως λοιπόν πρέπει να μας προβληματίσει περισσότερο η αποτελεσματικότητα των ελίτ και όχι τόσο ο εκδημοκρατισμός της Ευρώπης;» διερωτάται ο καθηγητής Μύνκλερ στο «Der Spiegel».
Η Μέρκελ ηγείται, γιατί πληρώνει
Η Α. Μέρκελ λέει ότι δεν έχει επιδιώξει τον ηγετικό της ρόλο
Η Γερμανία από κοινού με τη Γαλλία αποτελούν παραδοσιακά την ατμομηχανή της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η κρίση καταδεικνύει όμως ότι η Γερμανία, ως οικονομικά ισχυρότερη χώρα της Ε.Ε. χαράσσει το πλαίσιο της πολιτικής για τη διάσωση του ευρώ, ενώ η Γαλλία ακολουθεί. Η ίδια η Άνγκελα Μέρκελ λέει ότι δεν έχει επιδιώξει τον ηγετικό της ρόλο, ωστόσο τα μικρότερα κράτη-μέλη γκρινιάζουν, υποστηρίζοντας ότι η υπερμεγέθης Γερμανία επιβάλλει με ταχείς ρυθμούς τη δική της συνταγή για την Ευρώπη.
Μιλώντας στην ετήσια Διεθνή Διάσκεψη για την Ασφάλεια του Μονάχου τον Φεβρουάριο του 2012, ο υπουργός Άμυνας Τόμας ντε Μεζιέρ προειδοποίησε πάντως ότι καλό είναι να μην προβάλλει κανείς υπερβολικές απαιτήσεις ως προς τις δυνατότητες της Γερμανίας: «Πολλοί μιλούν για ‛ηγεσία’ και εννοούν απλώς ‛λεφτά’, ανέφερε ο ντε Μεζιέρ, επισημαίνοντας ότι μία τέτοια εξίσωση δύσκολα μπορεί να εξηγηθεί στους Γερμανούς φορολογούμενους. Αλλά όσο η κρίση χρέους κυριαρχεί, οι εθνικές κυβερνήσεις και κυρίως η γερμανική θα παραμένουν το κέντρο ισχύος της Ευρώπης. «Η Γερμανία έχει ηγετική θέση ηγεμών εκ των πραγμάτων, αλλά χωρίς τη θέλησή της» σχολιάζει επ΄ αυτού ο Βρετανός ιστορικός Τίμοθι Γκάρτον Ας.
Η κεντρική τράπεζα ως κέντρο εξουσίας
Η ΕΚΤ είναι υπεύθυνη για τη σταθερότητα της τιμής του χρήματος
Ακόμη πιο σημαντικός εν μέσω κρίσης είναι ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) στη Φραγκφούρτη. Θεωρητικώς η ΕΚΤ είναι υπεύθυνη για τη σταθερότητα της τιμής του χρήματος στα 17 κράτη-μέλη που συμμετέχουν στο ενιαίο νόμισμα. Σήμερα πάντως είναι ο μοναδικός υπερεθνικός θεσμός της Ε.Ε. που έχει τη δυνατότητα να επηρεάζει τις αγορές άμεσα και με διαρκή αποτελέσματα- και αυτό μακριά από- εμφανή τουλάχιστον- πολιτική επιρροή και χωρίς οιαδήποτε μορφή κοινοβουλευτικού ελέγχου.
Η ΕΚΤ πλημμυρίζει την αγορά με φτηνά δάνεια, αυξάνει την προσφορά χρήματος και αγοράζει ομόλογα των υπερχρεωμένων κρατών-μελών. Οι παρεμβάσεις αυτές σπάνε ένα ταμπού με τρόπο που, σε συνθήκες ομαλότητας, θα προκαλούσε έντονες αντιδράσεις. Σε συνθήκες κρίσης ωστόσο η κριτική προς την ΕΚΤ παραμένει σε χαμηλούς τόνους, αν εξαιρέσουμε κάποιους Γερμανούς «φύλακες της σταθερότητας» και πάντως δεν λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από τον νέο επικεφαλής της τράπεζας Μάριο Ντράγκι. Ο Ντράγκι γνωρίζει ότι βραχυπρόθεσμα μόνο η ΕΚΤ είναι σε θέση να απαλύνει τις αρνητικές επιπτώσεις της κρίσης και να εγγυηθεί τη βιωσιμότητα του τραπεζικού συστήματος.
Πολλές δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι Ευρωπαίοι πολίτες δεν έχουν υψηλές προσδοκίες για τα μέτρα διάσωσης που λαμβάνει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο σε διαδοχικές συνόδους κορυφής. Μόνο ο ένας στους τέσσερις Βρετανούς, Γάλλους ή Γερμανούς θεωρεί ότι οι σχετικές προσπάθειες θα έχουν αίσιο τέλος. Πάντως οι περισσότεροι από τους ερωτηθέντες πιστεύουν ότι το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα θα εξακολουθεί να υφίσταται και σε δέκα χρόνια από σήμερα.